ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΛΜΩΠΙΑ

Παρουσίαση – Ανάλυση – Ιστορική Αναδρομή – Σημερινή Εξέλιξη –Εθνογραφία

Γράφει ο Δημήτριος Ιωάννου



Εισαγωγή

Η παραδοσιακή μουσική και ο χορός έχουν επιβιώσει γιατί η αξία τους είναι διαχρονική και επειδή είναι εκείνα τα στοιχεία, που έχουν τη δύναμη να γονιμοποιούν το παρόν και να συνθέτουν το μέλλον, να διατηρούν την ιστορική συνέχεια και τα διακριτικά γνωρίσματα ενός λαού.

Θεωρώ χρέος όλων όσοι έχουμε αναλάβει τη διάσωση και την προβολή των αξιών της μουσικής και του χορού, της παράδοσης γενικότερα, να την προστατεύουμε από κάθε προσπάθεια κακοποίησης, αλλοίωσης και διασκευής, γιατί είναι άρρηκτα δεμένη με το ιστορικό παρελθόν ενός συγκεκριμένου χώρου. Η μουσική και ο χορός αποτελούν κύρια μέσα έκφρασης, που μπορούν να ενώσουν μοναδικά τις γενεές μεταξύ τους.

Η πολιτιστική μας κληρονομιά είναι μια διαρκής μαρτυρία, είναι η ταυτότητά μας και πρέπει να διαφυλαχθεί γνήσια και, αν είναι δυνατόν, ατόφια στην αρχική της μορφή, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο διάβα των αιώνων. Τα οποιαδήποτε νεότερα στοιχεία, που προκύπτουν από ξένες επιδράσεις ή από την καλλιέργεια και τη συνέχιση της δημιουργίας, δε θα πρέπει να αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία ενός τόπου και να αποπροσανατολίζουν.


1. Εξεταζόμενη Ενότητα

Β.Κ. Μακεδονία και συγκεκριμένα Δυτική Αλμωπία και Βόρεια Επαρχία ‘Εδεσσας, δηλαδή, στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν, ημιορεινή περιοχή Αλμωπίας, που συνορεύει με τις βουνοπλαγιές της Έδεσσας. Ενότητα που περιλαμβάνει τα χωριά Όρμα, Λουτράκι, Πρόμαχοι, Γαρέφι, Πευκωτό, Σαρακηνοί, Κερασιά, Καρυδιά, Κορυφή, Σωτήρα, Βρυτά, κ.α.

Επίσης, από παλαιότερα οι χοροί χορεύονται και σε χωριά του κάμπου, όπου μετανάστευσαν από τα ορεινά ντόπιοι κάτοικοι, όπως Υδραία, Χρύσα, Ξιφιανή στην Αλμωπία, και Πλατάνη, Φλαμουριά, Μεσημέρι, Μαργαρίτα στην Επαρχία Έδεσσας. Συναντά κανείς στοιχεία (αλλοιωμένα ίσως) και σε άλλα χωριά των Γιαννιτσών και της Νάουσας, όπου οι μετανάστες είναι ελάχιστοι.

Η Αλμωπία (αρχαία ονομασία) αναφέρεται και ως Καρατζόβα επί τουρκοκρατίας, αλλά και ως Μογλενά (Μαύρη γη) στο τέλος του Βυζαντίου.

Η εξεταζόμενη περιοχή, σαν ξεχωριστή λαογραφική ενότητα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποικιλία, την πολυχρωμία και το πλήθος των χορών. Είναι μια περιοχή που έχει δεχθεί πάρα πολλά στοιχεία από διαφορετικούς λαούς και φύλα που είτε πέρασαν από την περιοχή είτε έζησαν μαζί με τους ντόπιους Μακεδόνες κατά την εποχή της τουρκοκρατίας (Σλάβοι, Βούλγαροι, Ρούμηδες, Τσιγγάνοι, Βλάχοι, κ.α.). Η χημεία αυτή διαμόρφωσε ένα αξιόλογο μουσικό ψηφιδωτό με πολυσύνθετες μελωδίες, που ενέπνευσαν τους χορευτές να δημιουργήσουν τους περισσότερους χορούς από κάθε άλλη ενότητα-περιοχή αναλογικά.

Κατά τον εμφύλιο, έγινε μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών προς τα βόρεια και σήμερα, κυρίως στα Σκόπια, υπάρχουν πολλές χιλιάδες που διατηρούν την παράδοσή τους.


Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ – ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ


Γράφει ο Χρήστος Σ. Ζάλιος
Εκπαιδευτικός/Συγγραφέας

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΝΙΑΟΥΣΤΑ" έτος 41, Αριθ. τεύχους 161, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2017).

Στη Μακεδονία κατά το χρονικό διάστημα από τη γιορτή της γέννησης του Χριστού μέχρι τη γιορτή των Θεοφανίων έχουμε όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τρεις γιορτές αγυρμού των παιδιών, που τελούνται κατά τη νύκτα προς την παραμονή κάθε μιας από τις γιορτές αυτές. Σε κάποιες περιοχές όπως στη Νάουσα, στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα τελούνται μόνο οι δύο γιορτές αγυρμού των παιδιών, για τη γιορτή του Χριστού και για τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου ή του νέου έτους.

Είναι γνωστό ότι και οι τρεις Χριστιανικές γιορτές (Χριστού, Αγίου Βασιλείου, Θεοφανείων) ορίστηκαν να τελούνται από πολύ παλιά, στο συγκεκριμένο χρόνο για να εξουδετερώσουν τις «εθνικές γιορτές» που τελούνταν στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Αυτή η αρχαία ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την γιορτή του Ήλιου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ήλιου. Η γιορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου (Σατούρνου) τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας.
Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν: «Dies Natalis Solis Invicti,», δηλαδή «Ημέρα γέννησης του ακατανίκητου Ήλιου». Ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός θέλοντας να ενώσει όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας με μία θρησκεία, καθιέρωσε στις 25 Δεκεμβρίου του 274 να γιορτάζεται η «ημέρα της Γέννησης του Ανίκητου Ήλιου». Ήταν μια λατρεία που ένωνε το ελληνικό «τριέσπερο» και τη γιορτή του «Φωτοφόρου Απόλλωνα Ήλιου» με την αιγυπτιακή γιορτή «Γέννηση του Όσιρη» και την περσική τριήμερη γιορτή «Γέννηση του Μίθρα».

Ο Χριστιανισμός αφού για πολλούς αιώνες δεν κατόρθωσε να εξαλείψει τα έθιμα του λαού που προέρχονταν από τις παλιότερες θρησκείες, προσπάθησε να εκχριστιανίσει σκόπιμα τις αρχαίες παγανιστικές γιορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και κυρίως τη μεγάλη εθνική εορτή του «ακατανίκητου θεού Ήλιου» (Dies Invictis Solis) που ήταν διαδεδομένη σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο εορτασμός της ημέρας των Χριστουγέννων στης 25 Δεκεμβρίου ως ημέρας γέννησης του Χριστού έπρεπε να συντελέσει στον εξάλειψη σημαντικών παγανιστικών γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια, τα Μπρουμάλια και τα Βοτά. Με τον τρόπο αυτό οι Χριστιανοί θέλησαν να επιβεβαιώσουν την επικράτηση της πίστης τους ενάντια στις ειδωλολατρικές θεότητες, δίνοντας ένα εντελώς νέο, χριστιανικό περιεχόμενο στις γιορτές αυτές. Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του Ήλιου της Δικαιοσύνης (του Ιησού Χριστού) πήραν τη θέση της παγανιστικής γιορτής των γενεθλίων του Ανίκητου Ήλιου.

Στη Νάουσα και τα πεδινά χωριά της, όπου οι ντόπιοι κάτοικοι των χωριών εκτός από την ελληνική γλώσσα μιλούν και τα «εντόπικα» ένα τοπικό σλαβοφανές γλωσσικό ιδίωμα, η γιορτή αγυρμού των παιδιών που τελείται κατά την παραμονή των Χριστουγέννων ονομάζεται «Κόλιντα» και «Κόλ(ε)ντε» ενώ αυτή που τελείται κατά την παραμονή του νέου έτους ονομάζεται «Σούρβα».

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

2η Πανελλήνια Συνάντηση Μακεδόνων



Καλωσορίσατε στη μεγαλύτερη πολιτιστική εκδήλωση της χώρας! Οι Μακεδόνες συναντώνται για 2η συνεχόμενη χρονιά στο Καυταντζόγλειο Στάδιο. Μαζί τους ανταμώνουν και οι κατά τόπους Παραδόσεις της Μακεδονίας, οι οποίες είναι βαθύτατα επηρεασμένες από την Ιστορία και τα βιώματα του Ελληνικού Γένους. 

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων (Π.Ο.Π.Σ.Μ) και το Κέντρο Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας διοργάνωσαν τη 2η Πανελλήνια Συνάντηση Μακεδόνων που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 13 Μαΐου 2017 και ώρα 18:00 στο Καυτανζόγλειο Στάδιο στη Θεσσαλονίκη, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. 

Ένα μοναδικό πολιτιστικό γεγονός, όπου παραδοσιακές μακεδονικές ορχήστρες ταξιδεύουν τους θεατές από τη μια άκρη της Μακεδονίας μέχρι την άλλη, ενώ μακεδονικές φορεσιές από τη Φλώρινα μέχρι την Καβάλα συνθέτουν το μωσαϊκό της γνήσιας Μακεδονικής παράδοσης. 

Στην αφήγηση που θα προηγείται κάθε θεματικής ενότητας μπορεί κανείς να εντοπίσει στοιχεία για τις Μακεδονικές φορεσιές, τις μουσικές και τους χορούς που μαρτυρούν την μακραίωνη προέλευσής τους. Στο τέλος της εκδήλωσης νιώστε τον παλμό της μουσικής, δώστε τα χέρια και ελάτε να χορέψουμε σε έναν κύκλο, που θα καλύψει ΟΛΟΚΛΗΡΟ το Στάδιο συμβολίζοντας την πολυπόθητη ενότητα των Ελλήνων!



ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ

Τραγούδια «Η Πατρίδα μου»
«Εδώ Μακεδονία, Ελλάδα εδώ...»

Συμμετέχουν Χορωδία Εκπαιδευτηρίων "ΕΛΠΙΔΑ", Παιδική Χορωδία Αδελφότητας "Χριστιανική Ελπίς", Φοιτητική Χορωδία Αδελφότητας "Χριστιανική Ελπίς» Διεύθυνση : Φοίβη Μυτιληναίου
Διδασκαλία: Ευαγγελία Καλυβίνου - φοίβη Μυτιληναίου
Στο πιάνο: Μαρία Μυτιληναίου
Εθνικός Ύμνος Αικατερίνη Μακρή, Υψίφωνος


Χαιρετισμοί Γεώργιος Τάτσιος, Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων
Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά, Υφυπουργός Μακεδονίας-θράκης Απόστολος Τζιτζικώστας, Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Νίνα Γκατζούλη, Συντονίστρια Παμμακεδονικών Ενώσεων, Πρόεδρος Διεθνούς Ιδρύματος Μεγάλου Αλεξάνδρου, τ. Ύπατος Πρόεδρος Παμμακεδονικής ΗΠΑ, Καθηγήτρια Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο του New Hampshire.




 ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

ΝΑΟΥΣΑ

Ορχήστρα: Τρύφων Παζαρέντζης (ζουρνάς),Τρύφων Παζαρέντζης (ζουρνάς), Δημήτρης Παζαρέντζης (νταούλι).

Χοροί:  ΖΑΛΙΣΤΟΣ – ΡΟΙΔΩ - ΘΟΥΡΙΟΣ ΡΗΓΑ ΦΕΡΡΑΙΟΥ
ΝΤΑΒΕΛΗΣ - ΜΑΚΡΥΝΙΤΣΑ - ΜΕΛΙΚΕΣ - ΝΙΖΑΜΙΚΟΣ - ΑΛΩΝΙΑ


Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

ΤΑ ΡΑΓΚΟΥΤΣΙΑΡΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΕΛΛΑΣ

Γράφει ο Χρήστος Σ. Ζάλιος
Εκπαιδευτικός/συγγραφέας

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Γιαννιτσών «Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ», τεύχος 82ο , Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2014.

Ραγκουτσιάρηδες από το Σταυροδρόμι Πέλλας το 1960

Τα Ραγκουτσιάρια στο χώρο της Μακεδονίας τελούνταν από μια ομάδα φουστανελοφόρων οι οποίοι φέροντας σπαθιά περιφέρονταν στα χωριά του κάμπου κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου, χορεύοντας με τη συνοδεία ζουρνάδων σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν. Σκοπός του εθίμου ήταν να συγκεντρωθούν χρήματα και γεννήματα (τα οποία θα πωλούνταν) από κάθε σπίτι που επισκέπτονταν, για την οικοδόμηση ή αποπεράτωση της εκκλησίας ή του σχολείου του χωριού τους.
Σε κάποιες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας οι συμμετέχοντες αντί της κλεφτοκαπεταναίικης φορεσιάς παίρνουν τη μορφή ζώων - όπως λύκοι, αρκούδες, τράγοι - φορώντας δέρματα και στο κεφάλι αυτοσχέδιες προσωπίδες. Τα Ραγκουτσιάρια αναφέρονται και ως Ρουγκάτσια, Ρουσάλια, Ρουσουλίε, Αρουγκουτσιάρια, Λουγκατσιάρια, Ρογκατσάδες, Ρουγκανάδες, Σουρβατζήδες, Μπαμποέρηδες, Μπαμπουσιαραίοι, Καπιταναραίοι, Αράπηδες.

Την απόφαση να βγάλει το χωριό Ραγκουτσιάρια την έπαιρναν κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής των Χριστουγέννων οι εκκλησιαστικοί επίτροποι, ο ιερέας του χωριού και οι προύχοντες της κοινότητας.
Όταν αποφάσιζε το χωριό να βγάλει Ραγκουτσιάρια, πρώτα πρώτα δημιουργούνταν μια επιτροπή που θα σχεδίαζε και θα συντόνιζε το όλο εγχείρημα. Διάλεγαν τα παλικάρια που θα συμμετείχαν στο έθιμο και όριζαν ποιοι θα είναι οι καπετάνιοι, δηλαδή οι επικεφαλής του μπουλουκιού. Ένας από τους παλιούς ραγκουτσιάρηδες αναλάμβανε να διδάξει τους τοπικούς χορούς στα νέα παιδιά.
Η επιτροπή του χωριού που οργάνωνε τα Ραγκουτσιάρια ήταν υπεύθυνη να κλείσει τα όργανα (ζυγιά ζουρνάδων) και να βρει κάρο και άλογα για να κουβαλάνε τα γεννήματα που θα συγκέντρωναν οι ραγκουτσιάρηδες από την περιοδεία τους στα χωριά και τις πολιτείες. Όλες οι ετοιμασίες έπρεπε να έχουν τελειώσει πριν τα Χριστούγεννα. Τα Ραγκουτσιάρια διοργανώνονταν για μια περίοδο δώδεκα ημερών, από τις 26 Δεκεμβρίου μέχρι τις 6 Ιανουαρίου.

Κάθε ομάδα ραγκουτσιάρηδων αποτελείτο από τον γενικό αρχηγό, τον οποίο σέβονταν και υπάκουαν όλοι, από τον ταμία, από τους βοηθούς, οι οποίοι είχαν το καθήκον να συγκεντρώνουν τα χρήματα και τα γεννήματα, να φροντίζουν τα ζώα κλπ. και από τη χορευτική ομάδα, η οποία αποτελούνταν από τον αρχηγό της, τον καπετάνιο και τα παλικάρια. Από όλη την ομάδα των ραγκουτσιάρηδων μόνο η χορευτική ομάδα ήταν ντυμένη με παραδοσιακές φορεσιές. Η φορεσιά αυτή στα χωριά του κάμπου των Γιαννιτσών αποτελούνταν από λευκό πουκάμισο - φουστανέλα με λίγες πτυχές (κουσούλια), αμάνικο μαύρο γιλέκο με κουμπιά (τζιαμπαντάν), στη μέση μακρύ ζωνάρι (πουιάς), άσπρο μακρύ βρακί, στο κεφάλι μαύρο φέσι με φούντα (καλπάκ), λευκές περικνημίδες με βουδέτες ή μάλλινες κάλτσες (τσουράπι) και για υποδήματα γουρουνοτσάρουχα (πίντσι). Στο στήθος φορούσαν ασημένιο κιοστέκ. Όλοι οι χορευτές κρατούσαν στα χέρια παλαιότερα σιδερένια και αργότερα ξύλινα σπαθιά.


Σάββατο 26 Απριλίου 2014

ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ

Γράφει ο Χρήστος Ζάλιος
Εκπαιδευτικός/συγγραφέας

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΝΙΑΟΥΣΤΑ", 
Αρ. τεύχους 146, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014 
  

Φωτ. 1. Καπεταναραίοι Βέροιας με Βοσκοπούλες και Μάγκες (1936)


Το έθιμο
Οι Καπεταναραίοι είναι παλαιό αποκριάτικο έθιμο της Βέροιας. Είναι ένα χορευτικό - θεατρικό δρώμενο, με ρίζες που δύσκολα ανιχνεύονται, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα από τα έθιμά μας. Σίγουρα όμως οι ρίζες αυτές είναι κοινές με άλλα έθιμα της περιοχής όπως οι Μπούλες και τα Ρουγκάτσια.

Οι Καπεταναραίοι είναι έθιμο που τελούνταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και στα χρόνια του μεσοπολέμου από Βεροιωτάδες και από Βλάχους της Βέροιας και των γύρω ορεινών χωριών (Σέλι, Ξηρολίβαδο, Σκυλίτσι). Μετά τον πόλεμο του 1940 δυστυχώς ατόνησε και σιγά-σιγά χάθηκε.
Το έθιμο ετελείτο την περίοδο της Αποκριάς. Η δράση του ήταν κυρίως χορευτική, εμπεριείχε όμως και θεατρικά στοιχεία. Η ονομασία του εθίμου παραπέμπει στους Καπετάνιους των κλεφτών και αρματολών. Η ενδυμασία είναι η κλεφταρματολίτικη φορεσιά των Καπεταναίων, όπως την περιγράφει ο Κων/νος Ζήσιος στο βιβλίο του «Νικοτσάρας», το 1889.

Γραπτές αναφορές για το έθιμο :
Ο ιστορικός της Βέροιας Αναστάσιος Χριστοδούλου[1] αναφέρει σχετικά με τις Αποκριές στη Βέροια προ της απελευθέρωσης αλλά και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. «Η Βέροια εφημίζετο πάντοτε για τα εξαιρετικά καρναβάλια που παρουσίαζε κάθε χρόνο τις αποκριές, ιδίως κατά τους χρόνους της δουλείας, στους οποίους οι Βεργιώτες ξεφάντωναν εις εθνικάς εκδηλώσεις μέχρι παρεξηγήσεως. Παρέες διάφορες ντυμένοι με την δοξασμένη του αρματολού φουστανέλα και τα επακόλουθα εξαρτήματα, πισλιά, τσαρούχια, σιάπκα, κάλτσες, βουδέτες και άφθονα ασημικά, περιέτρεχον την πόλιν χορεύουσαι και τραγουδούσαι Εθνικά άσματα.
Ο Λάκης Καλλιάνδρας ντυμένος γυναικεία ευρωπαϊκά, κοκώνα αποκαλούμενος, με την ομπρέλα αναποδογυρισμένη, συνέλεγε τα εκ των παραθύρων και των κύκλω θεωμένων, ριπτόμενα νομίσματα, γροσάκια, μεταλλίκια, προς ψυχαγωγίαν των μεταμφιεσμένων.
Τους αρματολούς και κλέφτες, τους οποίους ημείς αποκαλούσαμε "Καπεταναραίους" συνώδευαν όργανα εγχώρια. Οι οργανοπαίκται καίτοι Τουρκόγιουφτοι, εγνώριζον εν τούτοις και τα Εθνικά μας τραγούδια, τα οποία ευχαρίστως ηκούοντο, παιζόμενα».


Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΛΕΥΚΑΔΙΑ ΝΑΟΥΣΑΣ

Τα Λευκάδια είναι μια μικρή γεωργική κοινότητα στην καρδιά της Μακεδονίας. Εάν αναζητήσουμε τις ιστορικές ρίζες της περιοχής θα πάμε προς τα πίσω έως τους ελληνιστικούς χρόνους, στα χρόνια του μακεδονικού βασιλείου, στην εποχή (σύμφωνα με τα σημερινά αρχαιολογικά ευρήματα) της αρχαίας μακεδονικής πόλης Μίεζας. Στην περιοχή των Λευκαδίων έχουν βρεθεί οι τέσσερις από τους σπουδαιότερους μακεδονικούς τάφους που έχουν ανασκαφεί στην περιοχή της Μακεδονίας. Είναι τα μοναδικά μνημεία στην Ελλάδα κλασικής και ελληνιστικής εποχής, που στο εσωτερικό τους υπάρχουν μεγάλες επιφάνειες με πολύχρωμες συνθέσεις ζωγραφισμένες με τις τεχνικές που διαμορφώθηκαν στον 4ο αιώνα π.Χ.



Ανιχνεύοντας την περίοδο της τουρκοκρατίας συναντάμε για πρώτη φορά τα Λευκάδια στα 1804 με το  όνομα «Γκολεσιάνι». Το χωριό ήταν τσιφλίκι του άρχοντα της Νάουσας Ζαφειράκη Θεοδοσίου Λογοθέτη. Το 1804, όταν η Νάουσα μετά από πολιορκία 4,5 μηνών, παραδίνεται στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, το τσιφλίκι Γκολεσιάνι περνά στα χέρια του τύραννου των Ιωαννίνων. Εφτά χρόνια μετά (1811), με την επιστροφή στη Νάουσα του Ζαφειράκη, το Γκολεσιάνι επανέρχεται στην κατοχή του αρχικού του αφέντη όπου και παραμένει μέχρι την καταστροφή της Νάουσας από τον Εβού Λουβούτ το 1822. Τότε δημεύεται και περιέρχεται στην κυριότητα του τουρκικού δημοσίου.

Από αχρονολόγητο έγγραφο των αρχείων Ιεροδικείου Θεσσαλονίκης μαθαίνουμε ότι την περίοδο 1830-1870 μετά από πλειστηριασμό περνά στην κατοχή ενός μουσουλμάνου μπέη του Yaya υιού Χαλήλ, στην οικογένεια του οποίου παραμένει μέχρι και τα χρόνια του μακεδονικού αγώνα.
Από τον Π. Δεκάζο αναφέρεται ότι λίγο πριν την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912) το τσιφλίκι Γκολεσιάνι ότι ανήκε σε δύο συνιδιοκτήτες, στο Δημήτριο Χατζηνώτα από τη Νάουσα και τον Τούρκο Ρασήμ μπέη από τη Βέροια.
Δύο δεκαετίες μετά, με την οριστική αναδιανομή της γης (1936), η καλλιεργήσιμη γη του αγροκτήματος Λευκαδίων μοιράστηκε με κλήρο στους γηγενείς ακτήμονες και τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στον οικισμό.

Το 1902 λειτουργεί για πρώτη φορά στα Λευκάδια Γραμματοδιδασκαλείο και το 1922 δημιουργείται ο πρώτος Γεωργικός Συνεταιρισμός της περιοχής.

Την περίοδο του μακεδονικού αγώνα, το πρώτο σώμα που οργανώθηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο και έδρασε στην περιοχή του Βερμίου, ήταν υπό την αρχηγία του Κώστα Μαζαράκη και είχε ως κέντρο εφοδιασμού τη Νάουσα. Η πρώτη επιχείρηση του Μαζαράκη στο Βέρμιο ήταν στο χωριό Γκολεσιάνι στις 30 Μαΐου 1905, εναντίον του βοεβόδα Λούκα και της συμμορίας του που είχαν καταλάβει το χωριό. Μετά από σκληρή μάχη του ελληνικού σώματος με τη συμμορία του Λούκα, οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν το χωριό με μεγάλες απώλειες.


Τέλος στο πόνημα καταγράφονται όλες οι διοικητικές μεταβολές που έγιναν στα Λευκάδια από το 1918 μέχρι το 2010 καθώς και όλες τις πληθυσμιακές απογραφές της Κοινότητας που έγιναν από την ενσωμάτωση της Μακεδονίας (1912) στο ελληνικό κράτος, μέχρι την προτελευταία απογραφή του 2001.

Διαβάστε όλη τη δημοσίευση στον παρακάτω σύνδεσμο :

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΤΑ ΡΙΖΩΜΑΤΑ



Τα παιδιά αρραβωνιάζονταν μικρά (περίπου 15-17 χρονών τα κορίτσια και 17-19 χρονών τα αγόρια). Μετά τα προξενιά γίνονται τα αρραβωνιάσματα (επίσημα). Αφού ορίζεται ο γάμος μια συγκεκριμένη ημερομηνία (Κυριακή), στην διάρκεια της εβδομάδας που προηγείται του γάμου γίνεται η προετοιμασία. «Άλειφαν» το σπίτι, έπλεναν, γέμιζαν τα μαξιλάρια και «ζαλικώνονταν», έφερναν «ζαλίκι», δηλαδή τσάκνα για τον φούρνο που θα έφτιαναν ψωμί.

Την Δευτέρα πήγαιναν οι δύο συμπέθεροι με τα μουλάρια τους στη Βέροια να «ψουνίσουν τα νυφουστόλια». Η προίκα της νύφης είναι απλωμένη και όλοι περνούν να την δουν. Όλα τα προικιά είναι υφαντά (στον αργαλειό) φτιαγμένα από λινάρι. Καθαρίζουν το σπίτι και την Πέμπτη, συνήθως, ζυμώνουν με μαύρο πιτυρούχο αλεύρι μικρά στρογγυλά κουλούρια, κουλούρες και φτασμίτικα ψωμιά. Ετοιμάζουν επίσης λουλούδια και κουλούρες, που τα κρεμούν στον τοίχο, καθώς και ψηφωτό που το βάζουν όρθιο στον τοίχο στο σπίτι της νύφης. Εκεί θα σταθεί όρθια η νύφη όλο το βράδυ της Κυριακής συμβολίζοντας έτσι το γεγονός ότι θα είναι υπομονετική και υπάκουη σε όλη την διάρκεια του έγγαμου βίου της.

Την Παρασκευή μαγειρεύουν τα φαγητά για τον γάμο. Συνήθως φτιάχνουν πίτες και γιαχνί με κατσικίσιο κρέας (από τραγιά-αρσενικά κατσίκια). Το βράδυ του Σαββάτου ο πατέρας του γαμπρού πηγαίνει στο σπίτι του συμπέθερου να συζητήσουν για τον γάμο. Όσοι από τους καλεσμένους ετοίμασαν δώρα (συνήθως οικιακής χρήσης) τα πηγαίνουν το απόγευμα του Σαββάτου. Υπάρχει γλέντι το βράδυ αυτό και στα δύο σπίτια. Τα γλέντια αυτά τα έλεγαν «ουκνές» (γιατί οι νέοι και οι νέες όπως και οι νεόνυμφοι έβαφαν τα δάχτυλα τους με ουκνά, δηλ κόκκινη μπογιά). Το ίδιο έθιμο το συναντούμε και στην Θράκη με την Γίκνα. Τα μπρατίμια και οι συντρόφισσες (φίλοι του γαμπρού και της νύφης) εξυπηρετούν όλο τον κόσμο. Όλο το βράδυ η νύφη αναπαύεται και κοιμάται με συντροφιά δύο ανύπαντρα κορίτσια.

Το πρωί της Κυριακής από το σόι του γαμπρού τα μπρατίμια καλούν τους συγγενείς του γαμπρού στο γάμο έχοντας μαζί τα κουλουράκια με σταυρό στη μέση και τσίπουρο σαν δώρα, ενώ το ίδιο κάνουν οι συντρόφισσες με τη μόνη διαφορά ότι τα κουλουράκια τους δεν έχουν σταυρό.
Ταυτόχρονα ο πεθερός με τα δώρα (σε ένα πανέρι με μπιλιτζίκια και ψωμί) πηγαίνει στο σπίτι της νύφης και με συνοδεία ένα μικρό αγόρι ή κορίτσι έως 10 χρονών όπου τον κερνούν και μετά επιστρέφει με μεγαλοπρέπεια στο σπίτι του.


Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ ΣΤΑ ΛΕΥΚΑΔΙΑ



Γράφει ο Χρήστος Ζάλιος


Την Κυριακή 30/12/2012 μετά από 60 χρόνια, με μεγάλο ενθουσιασμό αναβίωσαν και πάλι τα Ρουγκάτσια στα Λευκάδια της Νάουσας, από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Λευκαδίων «Αγία Παρασκευή».


 Η τελευταία φορά που τα Λευκάδια είχαν βγάλει Ρουγκάτσια με σκοπό να συγκεντρώσουν χρήματα για την αποπεράτωση του Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής, ήταν το 1953. 
Ο πολιτιστικός σύλλογος των Λευκαδίων αναβίωσε το έθιμο έχοντας δύο στόχους
α) να συγκεντρώσει χρήματα για να βοηθήσει οικονομικά το σχολείο του χωριού και β) να φέρει τους κατοίκους και πάλι κοντά στις παραδόσεις μας, αναβιώνοντας ένα από τα παλαιότερα και ομορφότερα ελληνικά έθιμα της Μακεδονίας. Είναι βέβαιο ότι και οι δύο στόχοι επιτεύχθηκαν απόλυτα. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τα παλικάρια τους που με την παραδοσιακή ντόπια φουστανέλα και τα ξύλινα σπαθιά χόρεψαν τους παραδοσιακούς χορούς των χωριών της περιοχής μας.

Το έθιμο ξεκίνησε όπως και παλιά από την εκκλησία του χωριού όπου οι Ρουγκατσιάρηδες πήραν την ευλογία του Ιερέα για ευόδωση των στόχων και της αποστολής τους.


 
 Ρουγκατσιάρηδες Λευκαδίων μπροστά στον Ι.Ν Αγίας Παρασκευής 30-12-2012


Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, στο προαύλιο της εκκλησίας παρουσία όλου του κόσμου χόρεψαν τον χαρακτηριστικό προσκυνητό χορό, τον ντόπιο Νιζάμικο (Νιζάμσκι), τη Γκάϊντα, τη Μάρενα, το Πατρούνινο και άλλους χορούς.


Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ


Τα Ρουγκάτσια στο Ρουμλούκι

Ένα από τα ωραιότερα Ρουµλουκιώτικα έθιµα που τελούνται έως και σήµερα µε κάποιες παραλλαγές σε σχέση µε το παλιό τυπικό, είναι τα Ρουγκάτσια. Πρόκειται για µία οµάδα φουστανελοφόρων που φέρουν σπαθιά και κατά την διάρκεια του Δωδεκαηµέρου περιφέρονται στα χωριά του κάµπου χορεύοντας µε τους ήχους των ζουρνάδων και του νταουλιού σε κάθε σπίτι που επισκέπτονται έναν κύκλο τεσσάρων συνεχόµενων χορών, που όλοι µαζί ονοµάζονται "Ρουγκατσιάρικος". Κύριος σκοπός της τέλεσης του εθίµου είναι η συγκέντρωση χρηµάτων, παλαιότερα γεννηµάτων, που τα προσφέρει ο νοικοκύρης του κάθε σπιτιού που επισκέπτονται, σαν ενίσχυση για την οικοδόµηση νέου ναού ή την συντήρηση παλαιού, πολλές φορές δε και σχολικού κτιρίου στο χωριό από το οποίο κατάγονται οι χορευτές της οµάδας.


 Σχετικά µε την ετυµολογία της λέξεως Ρουγκάτσια, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Συναντάται και σε άλλες περιοχές του Βορειοελλαδικού χώρου (Μακεδονία-Θεσσαλία), δηλώνοντας τις µεταµφιέσεις ανδρών, που κατά την διάρκεια του Δωδεκαηµέρου και δη στις τρεις μεγαλύτερες εορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, περιόδευαν στις πολιτείες και τα χωριά. Χαρακτηριστικό γνώρισµα αυτών των µεταµφιέσεων είναι ότι οι συµµετέχοντες παίρνουν αλλού την µορφή ζώων, όπως αρκούδα, λύκος, τράγος, καµήλα και αλλού ντύνονται µε ρούχα οπλισµένων ανδρών (όπως συµβαίνει και στο Ρουµλούκι). Εκτός όµως από τη λέξη Ρουγκάτσια, αναφέρονται και ως Αρουγκουτσιάρια, Λουγκατσιάρια, Ρουγκουτσιάρια, Ρογκατσάδες, Ρουγκανάδες, Σουρβατζήδες, Μπαµποέρηδες, Μπαµπουσιαραίοι, Καπιταναραίοι, Αράπηδες και βεβαίως στον Πόντο ως Μωµόγεροι και ως Καρακοτζάδες στους ολιγοπρόσωπους θιάσους των Ελλήνων των Τουρκόφωνων χωριών του Δυτικού Πόντου.



Από τους ερευνητές και τους λαογράφους έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις και ερµηνείες για την προέλευση της λέξεως Ρουγκάτσια. Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας Ν. Πολίτης πιστεύει ότι προέρχεται από την Λατινική λέξη Rogatio, που είναι ουσιαστικό του ρήµατος Rogo και σηµαίνει απαιτώ, έχω την αξίωση να µου δώσουν κάτι για τον κόπο µου, κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγµατικότητα, αφού τα Ρουγκάτσια αιτούνταν και συγκέντρωναν χρήµατα και γεννήµατα από κάθε σπίτι που επισκέπτονταν.
Κάποιοι άλλοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οφείλουν το όνοµά τους στη σλαβική λέξη "Ρόγκ", που θα πει κέρατο, θεωρία που και αυτή έχει κάποια σχέση µε τα Ρουγκατσιάρια που τελούνταν σε άλλες εκτός του Ρουµλουκιού περιοχές, αφού αρκετοί από τους µεταµφιεσµένους συµµετέχοντες φορούσαν και κεφαλαριές ζώων µε κέρατα βοδιών, τράγων, και κριαριών και άλλοι από το Βουλγαρικό rogac (ελάφι).
Κατά µία άλλη εκδοχή, προέρχεται από τον ήχο ρούγου - ρούγου, που έβγαζαν τα κυπροκούδουνα που φορούσαν οι µασκαρεµένοι. Προς ενίσχυση αυτής, συνηγορεί και το γεγονός ότι σε ορισµένα χωριά των Γρεβενών, τα Ρουγκατσιάρια τα λένε "ρούγκους" και στην Φυτειά της Βέροιας "Ρουγγανάδες".
Ο Ναουσαίος φιλόλογος και λογοτέχνης, ερευνητής Θωµάς Γαβριηλίδης θεωρεί ότι προέρχεται από τα ρόϊδα , µε τα οποία ήταν στολισµένοι οι ένοπλοι συνοδοί του θεϊκού ζευγαριού του Διονύσου κατά την τέλεση των "Μικρών Διονυσίων" στην αρχαιότητα, όπου τα ροϊδάρια γίνονται µε την πάροδο του χρόνου Ρογκατσιούδια> Ρογκαστάρια> Ρουγκάτσια.
Τέλος, παραθέτω και µία σχετική παράδοση, που κατέγραψα στο Ρουµλούκι
και πιο συγκεκριµένα στο χωριό Νησελούδι. Σύµφωνα µ'αυτήν, κατά την
διάρκεια των Ελληνοπερσικών πολέµων στην αρχαιότητα, όταν πέρασαν από
την περιοχή οι Πέρσες, διεξήγαγαν μάχη µε τους Έλληνες εκεί όπου σήµερα
βρίσκεται η Καµάρα του Κλειδίου, το αποµεινάρι δηλαδή της µεγάλης τοξωτής
γέφυρας του Λουδία. Οι Έλληνες ήταν τότε ντυµένοι µε φουστανέλες (προφα-
νώς εννοούνται οι χιτώνες) και µόλις τους αντίκρυσαν οι Πέρσες αναφώναξαν:
"Α! τους Ρόγκατσιους", δηλαδή τους αγριάνθρωπους, τους ατιµέλητους. Από
τότε λοιπόν, ονοµάστηκαν οι φουστανελεφόροι που απαρτίζουν την οµάδα ως
Ρουγκατσιάρηδες και το έθιµο ως Ρουγκάτσια ή Ρουγκατσιάρια.

Πράγµατι, στο Ρουµλουκιώτικο ιδίωµα υπάρχει η λέξη "ρόγκατσιους" που
δηλώνει τον αγριάνθρωπο, όπως επίσης και "ρουγκάτσι" που χαρακτηρίζει την
δύστροπη και πανούργα γυναίκα. Η παράδοση αυτή, σαφώς, αποτελεί µία
ακόµη διατύπωση της προσφιλούς πάντοτε συνήθειας των Ρουµλουκιωτών να
συνδέουν την καταγωγή τους και διάφορα γεγονότα µε τους αρχαίους Μακε-
δονικούς χρόνους. (Την αναφέρω πάντως προς διατήρηση της γοητείας και του
αυθόρµητου της καταγραφής της).


Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΤΣΑΜΙΚΟ



Ο Νεοελληνικός χορός εμφανίζει πλούτο χορευτικών μορφών, ρυθμών και χρώματος. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα χρονικής πολλαπλότητας αποτελεί ο χορός που ακούγεται στο όνομα «το τσάμικο», και που άλλοτε χορεύεται κατ’ έθιμο, άλλοτε σε γλέντι, σε χαρές κλπ, είναι δε παράδειγμα και προσωπικής χορευτικής έκφρασης.
Το «τσάμικο» στην βιβλιογραφία της Λαογραφίας, της μουσικολογίας, της Ιστορίας χαρακτηρίζεται με τους όρους «Κλέφτικος, Πηδηχτός, Πανελλήνιος, Ανδρικός Πυρρίχιος», κλπ (περιηγητής Pouqueville, Γ. Α Κουσιάδης, Π. Αραβαντινός, Κ. Ρωμαίος, περιοδικό Πανδώρα, κλπ).

Τσάμικο απο το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών, με πρωτοχορευτή το Θωμά Βλαχούλη

Πρώτα από όλα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο λανθασμένο όρο «τσάμικος» και στο λαϊκό όρο «το τσάμικο». Ο όρος «τσάμικος» (ουσιαστικό) που υπάρχει στα λεξικά, επιβλήθηκε και χρησιμοποιείται από όλους όσοι ασχολούνται  με τη διδασκαλία, την έρευνα, την μελέτη του ελληνικού χορού και με θέματα τα οποία σχετίζονται με τον χορό όπως μουσική, τραγούδι, λαογραφία κλπ. Τον όρο «το τσάμικο» τον χρησιμοποιούσαν και τον χρησιμοποιούν οι λαϊκοί άνθρωποι όταν τους γίνεται ερώτηση τι χορεύουν (ιδώ χουρεύουμι του τσάμκου…., μας αρέσει του τσάμκου κλπ).

Το τσάμικο  μπορεί να χορευτεί  και από όλη την κοινότητα ομαδικά (δηλαδή όλοι  να χορεύουν τα ίδια  βήματα, τα οποία  ποικίλλουν στις διάφορες περιοχές : 8άρι Συρράκο, 10άρι Θεσσαλία, Ήπειρος - πιο διαδεδομένο -, 14άρι  Κόνιτσα, κλπ), αλλά και ατομικά όπου ο πρωτοχορευτής  σολάρει, αυτοσχεδιάζοντας και εκφράζοντας τον εαυτό του.

Στα αρχαία ποιητικά, μουσικά μέτρα  και την προσωδία (προφορά και εναλλαγή μακρών και βραχέων) το τσάμικο έχει τροχαϊκό ρυθμό (- υ τρίσημος ρυθμός)  σε 3 /4 και 6/8. Το διαπιστώνει κανείς κι από τον τονισμό της μελωδίας στα ηπειρώτικα τσάμικα, όπου  ακούγονται καθαρά μακροί και τονισμένοι, και βραχείς και άτονοι χρόνοι. Αυτό φαίνεται και  από το ακομπανιαμέντο των συνοδευτικών οργάνων, αλλά και από τα ίδια βήματα το χορού. Για να το πούμε πιο πρακτικά  και κατανοητά, όταν χορεύουμε τον ομαδικό τσάμικο σε δέκα κινήσεις, μέσα σε αυτές τις κινήσεις έχουμε πέντε μουσικά μέτρα. Κάθε μουσικό μέτρο έχει δύο κινήσεις: ένα – δύο. Το «ένα» είναι μακρύ-μεγάλο σε διάρκεια και το «δύο» είναι βραχύ – μικρό σε διάρκεια. Δεν έχει κανείς παρά να το χορέψει και θα το διαπιστώσει.

Σχετικά με το ρυθμό του τσάμικου ο S. Baud Bovy, διάσημος εθνικομουσικολόγος, παρατηρεί πως είναι όμοιος με το ρυθμό που έχει το τραγούδι του Σείκιλου. Η επιτύμβια στήλη του Σεικίλου (1ος αι. μ.Χ. ) είναι το πιο σημαντικό μνημείο που έχουμε στην αρχαία ελληνική μουσική. Ανακαλύφτηκε κοντά στις αρχαίες Τράλλεις της Μ. Ασίας και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο της Κοπεγχάγης. Στην επιγραφή της στήλης πάνω από τα γράμματα που αποδίδουν το ύψος των φθόγγων υπάρχουν σημεία που καθορίζουν και τη διάρκειά τους. Οι στίχοι της επιγραφής είναι οι εξής: Όσον ζης φαίνου, μηδέν όλως λυπού. Προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί.

Ο χορός  αυτός έχει χαρακτηριστεί ως Πανελλήνιος χορός. Παρόλα αυτά δεν προκύπτει ότι πρόκειται για πανελλήνιο χορό (δεν χορεύεται σε νησιωτικές περιοχές, Θράκη κλπ). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το τσάμικο χορεύεται κυρίως  στις περιοχές, που εκτείνονται γύρω από τον ορεινό  όγκο «ραχοκοκαλιά» της Πίνδου, της οποίας η προέκταση φθάνει  ως τα ορεινά της Πελοποννήσου. Η σχέση του τσάμικου με την ορεινή στεριανή Ελλάδα μπορεί να δώσει και εξήγηση  για τη σχέση του με το κλέφτικο κίνημα (γι’ αυτό άλλωστε λέγεται και κλέφτικος). Χορεύεται δε περισσότερο από άντρες, χωρίς να σημαίνει ότι δεν τον χορεύουν και οι γυναίκες.

Ο όρος «τσάμικο» δεν αναφέρεται σε στοιχεία καταγωγής αλλά σε εξωτερικό εκφραστικό περίγραμμα (κατηγόρημα-προσδιορισμός). Αναφέρουμε παρακάτω συνήθεις φράσεις που σχετίζονται με τον όρο του χορού, και που λέγονται με μεταφορική έννοια, όπως : «Τσαμ’ς είσαι σήμερα», δηλαδή η ενδυμασία σου είναι πολύ ωραία, πολύ προσεγμένη.-«Μη του γυρνάς στου τσάμκου», δηλαδή μη γυρνάς τη συζήτηση σε κατεύθυνση που σε βολεύει - «Όποιος φορεί τα τσάμικα και τ’ άσπρα τα πουκάμισα», δηλαδή το καλαίσθητο της φορεσιάς της φουστανέλας.


Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



Τοπωνύμια είναι τα ειδικά ονόματα που δίνουμε σε διάφορα μέρη της επιφάνειας του χώρου που ζούμε. Όπως σε κάθε πρόσωπο δίνουμε ένα ατομικό όνομα έτσι και σε κάθε τόπο για να τον διακρίνουμε από τους άλλους του δίνουμε ένα όνομα. Τα τοπωνύμια είναι ονόματα που κρύβουν μέσα τους ιστορικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, τοπογραφικές, γεωγραφικές, εθνολογικές, λαογραφικές και άλλες πολλές πληροφορίες. Γι αυτό ο κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με αυτά (Ονοματολογία) συνεργάζεται και με άλλες συγγενικές επιστήμες (Ιστορία, Αρχαιολογία, Εθνολογία, Γεωλογία, Γεωγραφία, Λαογραφία). Συγκεκριμένα αυτός που ασχολείται με την Ονοματoλογία θα πρέπει να έχει γλωσσολογική κατάρτιση, να γνωρίζει τους γλωσσολογικούς νόμους, τις φωνητικές μεταλλαγές, τα διαλεκτολογικά γνωρίσματα.  Ονοματολογία λέγεται η επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της την μελέτη των Κύριων Ονομάτων. Η επιστήμη αυτή κατά καιρούς θεωρήθηκε ότι περιορίζεται στη μελέτη ονομάτων προσώπων. Έχει όμως ως απώτερο στόχο όχι μόνο τη μελέτη ανθρωπονυμίων, αλλά και τοπωνυμίων, ζωωνυμίων, κ.ά. . Όπως άλλωστε ορίζει ο C. Camproux, η ονοματολογία με την ευρεία έννοια του όρου είναι η ε π ι σ τ ή μη τ ο υ κ ύ ρ ι ο υ ο ν ό μ α τ ο ς, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για όνομα αεροπλάνου, ρομπότ, καταστήματος, όνομα τόπου ή προσώπου.


Σύμφωνα με τον διακεκριμένο ονοματολόγο Χ. Π. Συμεωνίδη "η επιστημονική έρευνα των τοπωνυμίων και ανθρωπωνυμίων ή προσωνυμίων αποτελεί σήμερα αντικείμενο ενός ιδιαίτερου κλάδου της γλωσσολογίας, της ονοματολογίας. Οι λόγοι που επέβαλαν τη δημιουργία του νέου αυτού γλωσσολογικού κλάδου είναι τόσο ο μεγάλος όγκος του ονοματολογικού υλικού κάθε γλώσσας όσο και οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η ερμηνεία και αξιολόγησή του. Έτσι ενώ η ονοματολογία αποτελεί βασικά περιοχή της γλωσσολογίας  παρόλα αυτά αντλεί πληροφορίες  και από άλλες επιστημονικές περιοχές, όπως η ιστορία, η αρχαιολογία, η γεωγραφία, και η τοπογραφία, η εθνολογία, και η λαογραφία κλπ, για να τις αξιολογήσει από τη δική της σκοπιά και για τους δικούς της σκοπούς. Χρονολογικό ορόσημο για την συστηματοποίηση των ονοματολογικών σπουδών στην Ευρώπη αλλά και τον λοιπό κόσμο αποτελεί το πρώτο διεθνές συνέδριο ονοματολογικών σπουδών στο Παρίσι το 1938. Η μεγάλη σπουδαιότητα των ονοματολογικών σπουδών αναγνωρίζεται διεθνώς, ιδρύονται κατά χώρες ονοματολογικές εταιρείες για τη συλλογή και μελέτη των τοπωνυμίων και ανθρωπωνυμίων, εκδίδονται εξειδικευμένα ονοματολογικά περιοδικά, δημιουργούνται πανεπιστημιακές θέσεις στην υπηρεσία του νέου επιστημονικού θεσμού. Σ' ένα από τα μεγαλύτερα ονοματολογικά κέντρα της Ευρώπης εδρεύει σήμερα το Διεθνές Κέντρο Ονοματολογικών Επιστημών, γνωστό ως CISO (Centre International des Sciences Onomastiques), που συντονίζει την ονοματολογική έρευνα σε διεθνές επίπεδο, οργανώνει διεθνή συνέδρια και εκδίδει το περιοδικό Onoma, όπου φιλοξενούνται οι δραστηριότητες των ονοματολογικών επιτροπών των διαφόρων χωρών, καταγράφεται ονοματολογική βιβλιογραφία από ολόκληρο τον κόσμο και δημοσιεύονται ονοματολογικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος."

O Ονοματολόγος όσο καλύτερα γνωρίζει την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ιστορία ενός τόπου τόσο πιο αποτελεσματική και γόνιμη θα είναι η εργασία του. Το ίδιο ισχύει και για την Αρχαιολογία η οποία είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο και πηγή γνώσης για τον Ονοματολόγο. Η γνώση της Εθνογραφίας, δηλαδή της επιστήμης που μελετά συγκριτικά τις εκδηλώσεις του πολιτισμού των διάφορων εθνών με ιδιαίτερη έμφαση στην σπουδή των πολιτιστικών εκδηλώσεων των παλιών πολιτισμών, είναι απαραίτητη για την μελέτη και τα συμπεράσματα των ονοματολόγων. 

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ


Λαογραφία-Πολιτισμός

 Θα επιχειρήσουμε  να κάνουμε μια σύντομη  και περιληπτική αναφορά σε αυτό το  τεράστιο κεφάλαιο  σχετικά με τη λαογραφία, τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα της παλιάς Βέροιας. Όταν αναζητήσει κανείς τις ρίζες της λαϊκής και λόγιας παράδοσης της Βέροιας βλέπει πως φθάνει στα πολύ παλιά χρόνια. Πανάρχαιοι φόβοι, μύθοι, θρύλοι, δοξασίες, ήθη  και έθιμα φτάνουν μέχρι σήμερα με πολλές παραλλαγές. Έντονος είναι ο Βυζαντινός της χαρακτήρας και ήδη από  τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής περιόδου και μέχρι σήμερα σώζονται παραδόσεις που αφορούν την θρυλική «Βασίλισσα Βεργίνα».
Πρόκειται για μια Αρχόντισσα που σύμφωνα με την προφορική παράδοση λέγεται πως ήταν γόνος των  Βασιλέων Παλαιολόγων. Ερείπια θερινών παλατιών, τόσο στη γειτονική Βεργίνα όσο και στην Βέροια που αποδίδονται στη Βασίλισσα αυτή, υπάρχουν ακόμα.
Μα η μανία των Τούρκων και η καταπίεση δεν εμπόδισαν την Βέροια να συνεχίσει τον πολιτισμό της και να αναδείξει επιφανείς άνδρες οι οποίοι έγιναν όχι μόνο πανελληνίως γνωστοί αλλά και  στο εξωτερικό. 


1.Ιωάννης Κωττούνιος (1572-1657) Ευεργέτης και διάσημος νεοαριστοτελικός φιλόσοφος.
2.Μητροφάνης  Κριτόπουλος (1589-1639) Λόγιος και Πατριάρχης.
3.Δημήτριος  Ρακτιβάν(1827-1893) Ευεργέτης.
4.Κων/νος Δ. Ρακτιβάν (1865-1935) Πολιτικός.
5.Δημήτριος  Βικέλας (1835-1908) λογοτέχνης, βασικός συντελεστής της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων (1896).
6.Αναστάσιος Σιορμανολάκης (1852-1924) Πολιτικός και Αγωνιστής.

Ξεχωριστή θέση έχουν τα αρχοντικά της Βέροιας με την Μακεδονική αρχιτεκτονική  οι ρίζες της οποίας φθάνουν βαθιά στο Βυζάντιο. Το Βεργιώτικο παραδοσιακό σπίτι ξεχωρίζει με την φρουριακή διαμόρφωση και εμφάνιση, που μαζί με την βαριά δίφυλλη πόρτα με τα πλατυκέφαλα γυφτοκάρφια και ασφαλισμένη από μέσα με τις σιδερένιες αμπάρες, έδινε την εντύπωση ενός μικρού φρουρίου.

Η Βεροιώτικη ενδυμασία  παρουσιάζει ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον και η Βεροιώτισσα με αυτή την φορεσιά φάνταζε σαν Βυζαντινή Αρχόντισσα. Δεν μπορούμε μέσα σε αυτές τις λίγες γραμμές να αναλύσουμε την πολύ όμορφη και πλούσια επίσημη Βεροιώτικη γυναικεία φορεσιά. Απλά θα αναφέρουμε τα κύρια εξαρτήματά της :

Το υφαντό μεταξοβάμβακο εσωτερικό πουκάμισο (κισμίρι), το μεταξωτό ή βαμβακερό, μακρύ, πλισεδωτό, λουλουδάτο ή ριγωτό φουστάνι, η ‘’τραχηλιά’’( με πιπίλα γύρω) η ποδιά, το μεταξένιο ζωνάρι, τα ‘’μανικάκια’’ (με πιπίλα γύρω γύρω), οι πλεχτές κάλτσες, τα δερμάτινα παπούτσια, τα επανωφόρια, που ήταν η ‘’σαλταμάρκα (κοντή ζακέτα) ή λιμπαντί, το κοντογούνι (λιμπαντί με γούνα) το μακρολέμπαντο και ο  ‘’τσουμπές’’(μακρύ επανωφόρι για τις ηλικιωμένες) με απαραίτητα συμπληρώματα το ‘’φακιόλι’’ στο κεφάλι, τα μαργαριτάρια, τα φλουριά, το χρυσό ρολόι και τα δακτυλίδια

Η φορεσιά αυτή δείχνει ότι οι Βεροιώτες ζούσαν μια πολυτελή ζωή και οι γυναίκες όσον αφορά στο ντύσιμό τους είχαν ανεβασμένο αισθητικό επίπεδο με λεπτή, αυστηρή γραμμή χωρίς υπερβολές και πολύ φανταχτερά χρώματα.