ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ


Τα Ρουγκάτσια στο Ρουμλούκι

Ένα από τα ωραιότερα Ρουµλουκιώτικα έθιµα που τελούνται έως και σήµερα µε κάποιες παραλλαγές σε σχέση µε το παλιό τυπικό, είναι τα Ρουγκάτσια. Πρόκειται για µία οµάδα φουστανελοφόρων που φέρουν σπαθιά και κατά την διάρκεια του Δωδεκαηµέρου περιφέρονται στα χωριά του κάµπου χορεύοντας µε τους ήχους των ζουρνάδων και του νταουλιού σε κάθε σπίτι που επισκέπτονται έναν κύκλο τεσσάρων συνεχόµενων χορών, που όλοι µαζί ονοµάζονται "Ρουγκατσιάρικος". Κύριος σκοπός της τέλεσης του εθίµου είναι η συγκέντρωση χρηµάτων, παλαιότερα γεννηµάτων, που τα προσφέρει ο νοικοκύρης του κάθε σπιτιού που επισκέπτονται, σαν ενίσχυση για την οικοδόµηση νέου ναού ή την συντήρηση παλαιού, πολλές φορές δε και σχολικού κτιρίου στο χωριό από το οποίο κατάγονται οι χορευτές της οµάδας.


 Σχετικά µε την ετυµολογία της λέξεως Ρουγκάτσια, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Συναντάται και σε άλλες περιοχές του Βορειοελλαδικού χώρου (Μακεδονία-Θεσσαλία), δηλώνοντας τις µεταµφιέσεις ανδρών, που κατά την διάρκεια του Δωδεκαηµέρου και δη στις τρεις μεγαλύτερες εορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, περιόδευαν στις πολιτείες και τα χωριά. Χαρακτηριστικό γνώρισµα αυτών των µεταµφιέσεων είναι ότι οι συµµετέχοντες παίρνουν αλλού την µορφή ζώων, όπως αρκούδα, λύκος, τράγος, καµήλα και αλλού ντύνονται µε ρούχα οπλισµένων ανδρών (όπως συµβαίνει και στο Ρουµλούκι). Εκτός όµως από τη λέξη Ρουγκάτσια, αναφέρονται και ως Αρουγκουτσιάρια, Λουγκατσιάρια, Ρουγκουτσιάρια, Ρογκατσάδες, Ρουγκανάδες, Σουρβατζήδες, Μπαµποέρηδες, Μπαµπουσιαραίοι, Καπιταναραίοι, Αράπηδες και βεβαίως στον Πόντο ως Μωµόγεροι και ως Καρακοτζάδες στους ολιγοπρόσωπους θιάσους των Ελλήνων των Τουρκόφωνων χωριών του Δυτικού Πόντου.



Από τους ερευνητές και τους λαογράφους έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις και ερµηνείες για την προέλευση της λέξεως Ρουγκάτσια. Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας Ν. Πολίτης πιστεύει ότι προέρχεται από την Λατινική λέξη Rogatio, που είναι ουσιαστικό του ρήµατος Rogo και σηµαίνει απαιτώ, έχω την αξίωση να µου δώσουν κάτι για τον κόπο µου, κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγµατικότητα, αφού τα Ρουγκάτσια αιτούνταν και συγκέντρωναν χρήµατα και γεννήµατα από κάθε σπίτι που επισκέπτονταν.
Κάποιοι άλλοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οφείλουν το όνοµά τους στη σλαβική λέξη "Ρόγκ", που θα πει κέρατο, θεωρία που και αυτή έχει κάποια σχέση µε τα Ρουγκατσιάρια που τελούνταν σε άλλες εκτός του Ρουµλουκιού περιοχές, αφού αρκετοί από τους µεταµφιεσµένους συµµετέχοντες φορούσαν και κεφαλαριές ζώων µε κέρατα βοδιών, τράγων, και κριαριών και άλλοι από το Βουλγαρικό rogac (ελάφι).
Κατά µία άλλη εκδοχή, προέρχεται από τον ήχο ρούγου - ρούγου, που έβγαζαν τα κυπροκούδουνα που φορούσαν οι µασκαρεµένοι. Προς ενίσχυση αυτής, συνηγορεί και το γεγονός ότι σε ορισµένα χωριά των Γρεβενών, τα Ρουγκατσιάρια τα λένε "ρούγκους" και στην Φυτειά της Βέροιας "Ρουγγανάδες".
Ο Ναουσαίος φιλόλογος και λογοτέχνης, ερευνητής Θωµάς Γαβριηλίδης θεωρεί ότι προέρχεται από τα ρόϊδα , µε τα οποία ήταν στολισµένοι οι ένοπλοι συνοδοί του θεϊκού ζευγαριού του Διονύσου κατά την τέλεση των "Μικρών Διονυσίων" στην αρχαιότητα, όπου τα ροϊδάρια γίνονται µε την πάροδο του χρόνου Ρογκατσιούδια> Ρογκαστάρια> Ρουγκάτσια.
Τέλος, παραθέτω και µία σχετική παράδοση, που κατέγραψα στο Ρουµλούκι
και πιο συγκεκριµένα στο χωριό Νησελούδι. Σύµφωνα µ'αυτήν, κατά την
διάρκεια των Ελληνοπερσικών πολέµων στην αρχαιότητα, όταν πέρασαν από
την περιοχή οι Πέρσες, διεξήγαγαν μάχη µε τους Έλληνες εκεί όπου σήµερα
βρίσκεται η Καµάρα του Κλειδίου, το αποµεινάρι δηλαδή της µεγάλης τοξωτής
γέφυρας του Λουδία. Οι Έλληνες ήταν τότε ντυµένοι µε φουστανέλες (προφα-
νώς εννοούνται οι χιτώνες) και µόλις τους αντίκρυσαν οι Πέρσες αναφώναξαν:
"Α! τους Ρόγκατσιους", δηλαδή τους αγριάνθρωπους, τους ατιµέλητους. Από
τότε λοιπόν, ονοµάστηκαν οι φουστανελεφόροι που απαρτίζουν την οµάδα ως
Ρουγκατσιάρηδες και το έθιµο ως Ρουγκάτσια ή Ρουγκατσιάρια.

Πράγµατι, στο Ρουµλουκιώτικο ιδίωµα υπάρχει η λέξη "ρόγκατσιους" που
δηλώνει τον αγριάνθρωπο, όπως επίσης και "ρουγκάτσι" που χαρακτηρίζει την
δύστροπη και πανούργα γυναίκα. Η παράδοση αυτή, σαφώς, αποτελεί µία
ακόµη διατύπωση της προσφιλούς πάντοτε συνήθειας των Ρουµλουκιωτών να
συνδέουν την καταγωγή τους και διάφορα γεγονότα µε τους αρχαίους Μακε-
δονικούς χρόνους. (Την αναφέρω πάντως προς διατήρηση της γοητείας και του
αυθόρµητου της καταγραφής της).



Ως προς την προέλευση του εθίµου των Ρουγκατσιών και πάλι έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις. Κάποιοι ερευνητές, την άγουν στα "κατ' αγρούς ή Μικρά Διονύσια", εορτές των αρχαίων Ελλήνων στο µεσοχείµωνο, όταν ανοίγονταν τα καινούργια κρασιά και γινόταν θυσίες στον Διόνυσο και τους άλλους Ολύµπιους θεούς, ενώ άλλοι συνάδελφοί τους, όπως ο Fehrle, ισχυρίζονται ότι υπάρχει κάποια συνάφεια µε τις λατρείες των νεκρών και τα αγροτικά έθιµα.

Ο Θωµάς Γαβριηλίδης δέχεται και αυτός ότι προέρχονται, όπως επίσης και η Μπούλα και οι Γενίτσαροι της Νιάουστας από την αρχαιότητα και πιό συγκεκριµένα από τις εορτές των Ανθεσφορίων και των Ανθεστηρίων, τις πανηγυρικές δηλαδή εκδηλώσεις για τον ερχοµό της Άνοιξης και το σύµβολο της επικείµενης ανάστασης της φύσης, τον Διόνυσο.

Τέλος, ο Ιωάwης Μοσχόπουλος, υιοθετώντας την άποψη του Ν. Πολίτη ότι η λέξη Ρουγκάτσια προέρχεται από την λατινική λέξη Rogatio, θεωρεί ότι τα Ρουµλουκιώτικα Ρουγκάτσια είναι αποµεινάδι της Ρωµαϊκής και της Βυζαντινής
εποχής, όταν οι ακρίτες στρατιώτες που επιφορτίζονταν µε την φύλαξη των
ακριτικών περιοχών από τις επιδροµές αλλοφύλων, περιόδευαν µία φορά το
χρόνο την ύπαιθρο ζητώντας το µίσθωµά τους από τους πληθυσµούς που
προστάτευαν. Προς ενίσχυση δε της άποψής του, αναφέρει και το γεγονός ότι
στην περιοχή του Ρουµλουκιού υπήρχε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους (14ος  
αιώνας), χωριό στρατιωτών, η Κριτίτζιστα (πιθανόν το σηµερινό χωριό Αγκα-
θιά, που το παλαιό του όνοµα ήταν Γκριτζιάλι). Την ίδια δε άποψη
έχει δεχθεί πιο πριν και ο Βάλτερ Πούχνερ, καθώς θεωρεί πιο λογική την
υπόθεση να κατάγεται το έθιµο από την Βυζαντινή "ρόγα" (από το λατινικό
erogatio, απονοµή, διανοµή, erogo, απονέµω, δίνω), την έκτακτη δηλαδή
αµοιβή των στρατιωτών, που υποχρεώνονταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας να
καταβάλλει στο στρατό και στη Σύγκλητο την Κυριακή των Βαΐων ή την Μεγάλη
Πέµπτη από το ιδιωτικό του ταµείο.
Κατά την γνώµη µου, χωρίς να αποκλείω την καταγωγή των Ρουγκατσιών από την συνήθεια των ακριτών στρατιωτών να συγκεντρώνουν το µίσθωµά τους µία φορά το χρόνο από τις επαρχίες που φύλαγαν, θεωρώ ως πιο ορθή την άποψη ότι αποτελούν μαζί µε τις µεταµφιέσεις, αποµεινάρια των αρχαίων Ελληνικών εορτών προς τιµήν του Θεού Διονύσου και των µεταγενέστερων Ρωµαϊκών Καλάνδων και Βρουµαλίων.

Η κοινή καταγωγή των Ρουγκατσιών και των µεταµφιέσεων ενισχύεται και από την οµολογία του Βαλσαµών (12ος αιώνας) ότι κατά την εποχή του στο Βυζάντιο, το έθιµο των µεταµφιέσεων ήταν αρκετά διαδεδοµένο στους αγροτικούς κυρίως πληθυσµούς. Αναφέρει δε ότι κατά τα Χριστούγεννα και τα Φώτα "τινές κληρικοί προς διάφορα µετασχηµατίζονται προσωπεία και ποτέ µεν, ξιφήρεις εν τω µέσο (µεσονάω) νάω της εκκλησίας µετά στρατιωτικών αµφίων εισέρχονται, ποτέ δε και ως µοναχοί προοδεύουσιν, ή και ως ζώα τετράποδα. Ερωτήσας ουν, όπως ταύτα παρεχωρήθησαν γίνεσθαι, ουδέν τι έτερον ήκουσα, αλλά εκ µακράς συνηθείας ταύτα τελείσθαι".

Την Διονυσιακή δε καταγωγή των Ρουγκατσιων δείχνει, εκτός από την περιήγηση δια των αγρών από χωριό σε χωριό και η πόση άφθονου κρασιού και ρακιού από τους χορευτές στα σπίτια που επισκέπτονται, οι διαρκείς χορευτικές κινήσεις, το τραγούδι των χορευτών, οι έντονοι και εύθυµοι ήχοι των ζουρνάδων και τέλος η ευλογία µε το σταύρωµά τους από το σπαθί κάποιου χορευτού των γεννηµάτων.

Πέρα όµως από την προέλευση του εθίµου, είναι γεγονός ότι η εκκλησία καταδίκασε αυτές τις µεταµφιέσεις µε τον 62ο  κανόνα της εν Τρούλλω Οικουµενικής Συνόδου, λόγω της καταγωγής τους από τις εθνικές εορτές. Ο Ελληνικός λαός όµως τις διατήρησε, υπακούοντας περισσότερο στη δύναµη της συνήθειας και τελέσεως των προγονικών εθίµων, όπως έπραξε και µε πλήθος άλλων εθίµων, τα οποία ενέδυσε µε χριστιανικό µανδύα. Έτσι και τα Ρουµλουκιώτικα Ρουγκάτσια επέζησαν στο διάβα του χρόνου, κερδίζοντας την ανοχή των Τούρκων κατά την διάρκεια της Οθωµανικής κατοχής και κυρίως την προστασία της τοπικής εκκλησίας, υπό την αιγίδα άλλωστε της οποίας τελούνταν.

Ρουγκάτσια διοργανώνονταν από όλα τα Ρουµλουκιώτικα χωριά, όταν το απαιτούσε η συντήρηση κάποιας παλαιάς εκκλησίας, όπως επίσης και σχολικού κτιρίου. Την σχετική απόφαση λάµβαναν κατά την διάρκεια της Σαρακοστής των Χριστουγέννων ο ιερέας του χωριού, οι εκκλησιαστικοί επίτροποι και οι ηλικιωµένοι άνδρες σε κοινή τους συνεδρίαση στο νάρθηκα της εκκλησίας.

Αρχικά, επέλεγαν 15 από τα παλικάρια του χωριού, που θα αποτελούσαν το µπουλούκι, 12 δηλαδή ως απλοί Ρουγκατσιαραίοι χορευτές και 3, οι πιο λεβεντόκορµοι, ως καπεταναίοι ή κονακτσήδες, όπως έλεγαν τους επικεφαλείς. Κατόπιν, φρόντιζαν να βρουν οργανοπαίκτες (2 ζουρνάδες και 1 νταούλι), στους
οποίους έδιναν και προκαταβολή, αφού και άλλα χωριά θα έβγαζαν Ρουγκάτσια.

Έπρεπε επίσης να βρεθούν και 3 γερά άλογα για τους καπεταναίους, καθώς και το αµάξι µε το οποίο η εκκλησιαστική επιτροπή θα µετέφερε τα γεννήµατα, που θα τους προσφερόταν στην περιοδεία τους στο Ρουµλούκι, ενώ ταυτόχρονα κάποιος ηλικιωµένος παλαιός Ρουγκατσιάρης δίδασκε επί αρκετές ηµέρες στους νεαρούς Ρουγκατσιαρούς τη σειρά των τεσσάρων χορών που θα χόρευε το µπουλούκι σε κάθε σπίτι.
Η στολή των Ρουγκατσιαραίων αποτελούνταν από τα εξής τεµάχια: κοντή λευκού χρώµατος φουστανέλα µε 300 λαγκόλια (δίπλες), µαύρο γιλέκο στολισµένο µε γαϊτάνια ή µαύρος χωρίς µανίκια ντουλαµάς, µαύρου χρώµατος µακρύ ζωνάρι, φαρδιά άσπρα βρακιά, µάλλινα σκουφούνια, γουρουνοτσάρουχα και για κάλυµµα της κεφαλής μαύρο καλπάκι σαν δίκοχο, την σάπκα ή άλλοτε µαύρο και άλλοτε πολύχρωµο σκούφο πλεκτό.



Μετά την απελευθέρωση το 1912, ως κάλυµµα της κεφαλής χρησιµοποιούνταν το γνωστό φέσι που είχε όµως κεντηµένο ένα µικρό σταυρό στην κορυφή. Απαραίτητα επίσης για τον εξοπλισµό των Ρουγκατσιαραίων, ήταν και τα ασηµένια κοσµήµατα που ράβονταν στο στήθος τους, όπως τα µαγλικουτάρια, οι τοκάδες, οι µαχµουδιέδες και οι σταυροί.

Οι φουστανέλες φυλάγονταν στα σεντούκια σε κάθε σπίτι ειδικά για τα Ρουγκάτσια, καθώς παλαιότερα αποτελούσε την επίσηµη ανδρική ενδυµασία και µε τον καιρό είχαν έρθει σε αχρησία και τις φορούσαν µόνο οι γαµπροί και οι µπράτιµοι την ηµέρα των στέψεων κατά τους γάµους. Σε ορισµένα µάλιστα χωριά, οι φουστανέλες φυλάσσονταν στην εκκλησία από την εκκλησιαστική επιτροπή, ενώ σε όσα δεν συγκεντρώνονταν ο απαιτούµενος αριθµός, φρόντιζαν να νοικιάζουν από τη Νιάουστα.

Τέλος, απαραίτητα ήταν και τα σιδερένια σπαθιά, τα οποία στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα αντικαταστάθηκαν βαθµηδόν από ξύλινα οµοιώµατά τους. Δυστυχώς, τα παλαιά σιδερένια σπαθιά µε τις περίτεχνες λαβές τους συγκεντρώθηκαν από τα Γαλλικά Συµµαχικά στρατεύµατα το 1915, όταν στρατοπέδευαν στην περιοχή κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου και εκδόθηκε διαταγή για την παράδοση όλου του οπλισµού που κατείχαν οι Ρουµλουκιώτες. Όσα όπλα δεν παραδόθηκαν οικειοθελώς, εντοπίστηκαν µετά από εξονυχιστική έρευνα, που συνοδεύονταν και µε άγριο ξυλοδαρµό των χωρικών και κατασχέθηκαν.



Μέχρι τις παραµονές των Χριστουγέννων, έπρεπε όλες οι ετοιµασίες για τα Ρουγκάτσια να είναι τελειωµένες. Το µπουλούκι ξεκινούσε την περιοδεία του την τρίτη ηµέρα των Χριστουγέννων ή ανήµερα της Πρωτοχρονιάς, όταν το πρόγραµµα των επισκέψεών τους στα χωριά δεν ήταν ιδιαίτερα φορτωµένο.

Νωρίς το πρωί, την ηµέρα που θα ξεκινούσε το µπουλούκι, χτυπούσε ο νταουλτζής δυνατά το νταούλι του για να ξυπνήσουν και να ετοιµαστούν οι Ρουγκατσιαροί. Έπειτα από λίγη ώρα, αφού είχαν ετοιµαστεί, ο νταουλτζής χτυπούσε δεύτερη φορά το νταούλι του, για να τους δώσει το σύνθηµα να φάνε πρωινό και µετά τρίτη φορά για να ξεκινήσουν για την εκκλησία του χωριού. Εκεί βρίσκονταν ήδη ο ιερέας, η εκκλησιαστική επιτροπή, το αµάξι της επιτροπής, τα άλογα των καπεταναίων και συγκεντρωµένο όλο το χωριό.
Οι Ρουγκατσιαροί, αφού προσκυνούσαν τις εικόνες, έβγαιναν στο νάρθηκα, όπου έπαιρναν την ευλογία του ιερέα και του ασπάζονταν το χέρι. Κατόπιν, έτρεχαν ο ένας πίσω από τον άλλο, τρεις φορές γύρω από την εκκλησία "για να τους πάει το ουλούρµ", να έχουν δηλαδή τύχη στην περιοδεία τους, να τους δεχθούν όλα τα χωριά και να συγκεντρώσουν αρκετά χρήµατα και γεννήματα κατά την περιοδεία τους, να φέρουν "ντέβερι" το Ρουµλούκι όπως έλεγαν, πάντα όµως βάσει προσχεδιασµένου προγράµµατος. Εµπρός πήγαιναν οι τρεις καπεταναίοι καβάλα στ' άλογά τους και ακολουθούσε η εκκλησιαστική επιτροπή µε το αµάξι και πίσω πεζή η οµάδα των Ρουγκατσιαραίων. 



Όταν πλησίαζαν σε ένα χωριό, το µπουλούκι στάθµευε έξω απ' αυτό, Ένας από τους καπετάνιους, που καλούνταν "κολαούζης", µαζί µε την επιτροπή, εισέρχονταν στο χωριό και αναζητούσαν την εκκλησιαστική επιτροπή. Μόλις αυτή παρουσιάζονταν, της ζητούσαν την άδεια να εισέλθουν τα Ρουγκάτσια στο χωριό τους. Αν τους δινόταν η άδεια, ο Κολαούζης έτρεχε µε τ' άλογο να ειδοποιήσει την οµάδα των χορευτών ότι τους δόθηκε η άδεια να εισέλθουν στο χωριό, στο µεσοχώρι του οποίου τους περίµενε η επιτροπή τους.
Αν δεν τους δινόταν η άδεια, έφευγαν και πήγαιναν σε άλλο χωριό, µόνο που έπρεπε να θυµούνται τα χωριά που δεν τους δέχθηκαν, για να τους το ανταποδώσουν όταν θα διοργάνωναν και αυτά Ρουγκάτσια. Δικαιολογηµένη άρνηση εισόδου σε ένα χωριό, ήταν µόνο η περίπτωση που σ' αυτό είχε εκδηλωθεί κάποια επιδημία και βρίσκονταν σε καραντίνα. 



Από το µεσοχώρι του χωριού ξεκινούσαν τις επισκέψεις σε κάθε σπίτι χωριστά. Στην αυλή, τους ανέµενε ο οικοδεσπότης, που είχε από πριν τοποθετήσει ένα σακί ή µια κούτλα (ξύλινο δοχείο χωρητικότητας 12 οκάδων) µε σιτάρι ή καλαµπόκι, ανάλογα πάντοτε µε τις δυνάµεις του, που θα το πρόσφερε στα Ρουγκάτσια. Εισερχόµενη η οµάδα των χορευτών στην αυλή του σπιτιού, τα όργανα έπαυαν και οι χορευτές βαδίζοντας ο ένας πίσω από τον άλλο τραγουδούσαν το παρακάτω τετράστιχο:

Άϊντε πάµε Χρήστο στα Ρουγκάτσια να ρουγκατσιέψουµι,
εσύ µε τη µαχαίρα και γω µε φουστανέλα να ρουγκατσέψουµι.
Ήρθαν τα Ρουγκάτσια, οι Ρουγκατσιαροί,
δώστι µας πίττα µι λουκάν'κα, πίττα µι αυγά.
Ήρθαν τα Ρουγκάτσια, οι Ρουγκατσιαροί.

Τελειώνοντας το τραγούδι, ένας από τους καπετάνιους σταύρωνε µε το σπαθί του το γέννηµα και κατόπιν την πόρτα του σπιτιού. Τα όργανα άρχιζαν να παίζουν τους σκοπούς των χορών των Ρουγκατσιών και οι Ρουγκατσιαραίοι σείοντας τα σπαθιά τους χόρευαν, ξεκινώντας µε αργά και σταθερά βήµατα, για να καταλήξουν σταδιακά σε γοργότερο, ζωηρότερο και πολυπλοκότερο χορό µε στριφογυρίσµατα και αναπηδήµατα.

Όταν τελείωνε ο χορός, µία γυναίκα του σπιτιού κερνούσε µε το δίσκο ρακί και κρασί τους χορευτές και τους συνοδούς τους και όλοι απηύθυναν τις απαραίτητες για την περίσταση ευχές για υγεία και προκοπή. Ταυτόχρονα, ένας από τους καπετάνιους άπλωνε τον σκούφο του στον νοικοκύρη, για να προσφέρει την συνδροµή του. Στις περισσότερες όµως περιπτώσεις, η προσφορά ήταν µόνο γέννηµα, το οποίο φόρτωνε στο αµάξι της η εκκλησιαστική επιτροπή, όπως επίσης και τρόφιµα, κυρίως δε παστό και λουκάνικα.



Το ίδιο τυπικό ακολουθούνταν σε όλα τα σπίτια του χωριού. Στο δρόµο, τα όργανα έπαιζαν τον ίδιο πάντοτε σκοπό των Ρουγκατσιών και οι Ρουγκατσιαραίοι βάδιζαν σείοντας ψηλά τα ξύλινα σπαθιά τους. Οι πιο χωρατατζήδες µάλιστα απ'αυτούς, µόλις έβλεπαν σε ένα σπίτι κάποια γυναίκα ή κοπέλα να κλώθει κλωστή µε το αδράχτι, έσπευδαν και της την έκοβαν. Άλλοτε πάλι, έκαναν σωστή επιδροµή στα λουκάνικα που τα είχαν κρεµµασµένα οι νοικοκυραίοι στα παρταλόσπιτα και στα φουρναριά, µε αποτέλεσµα να τα κρύβουν οι νοικοκυρές µόλις πληροφορούνταν ότι εισήλθαν στο χωριό τους τα Ρουγκάτσια.

Το ίδιο έπρατταν και µε τα απλωµένα στους πλοκούς και τα σιτζίµια (σχοινιά) ασπρόρουχα, διότι οι Ρουγκατσιαραίοι έπαιρναν µε τα σπαθιά τους λάσπη και τα λέρωναν.
Τελειώνοντας τις επισκέψεις στα σπίτια ενός χωριού, αποχωρούσαν και πήγαιναν σε άλλο. Σε όποιο χωριό που τους δεχόταν τους έπιανε η νύχτα, σε εκείνο διανυχτέρευαν. Τους επιτρόπους, τους φιλοξενούσε η εκκλησιαστική επιτροπή του χωριού, ενώ οι Ρουγκατσιαραίοι διέµεναν στα σπίτια που είχαν επιλεχθεί ή προσφερθεί, πάντοτε όµως δύο µαζί, διότι διαφορετικά υπήρχε κίνδυνος να "αρµενιαστούν", δηλαδή να µατιαστούν.

Τα ρούχα τους, τα δίπλωναν και τα τοποθετούσαν µέσα σε πανέρια, που τους έδινε ο οικοδεσπότης, ενώ τα συνήθως βρεγµένα σκουφούνια τους, τα έπλεναν και τα στέγνωναν οι γυναίκες του σπιτιού. Την εποµένη, η σπιτονοικοκυρά σηκώνονταν πολύ νωρίς, για να ζυµώσει και να ψήσει πίττες, για να φιλέψει τους Ρουγκατσιαρούς. Μόλις χάραζε, ο νταουλτζής χτυπούσε δυνατά το νταούλι του, για να συγκεντρωθούν οι χορευτές και να κινήσουν για άλλο χωριό.
Σ' αυτές τις διανυχτερεύσεις, συνέβαινε, αρκετοί Ρουµλουκιώτες να γνωριστούν µε ελεύθερες κοπέλες, τις οποίες αργότερα επέλεξαν ως συζύγους τους, στέλνοντας τα απαραίτητα προξενιά.

Οι Ρουγκατσιαραίοι περιόδευαν σε όσα περισσότερα χωριά ήταν εφικτό στο Ρουµλούκι µέχρι την παραµονή των Φώτων, που έπρεπε να βρίσκονται το απόγευµα πίσω στο χωριό τους. Επισκέπτονταν όµως πολλές φορές και τη Νιάουστα, διότι οι Νιαουστιανοί, που είχαν και αυτοί ως όργανά τους τους ζουρνάδες και το νταούλι, εκτιµούσαν τις χορευτικές ικανότητες των Ρουµλουκιωτών και ήσαν πολύ γεναιόδωροι στις προσφορές τους.

Συχνά δε, έφθαναν µέχρι και την Χαλάστρα, πολλές οικογένειες της οποίας κατάγονταν από το Ρουµλούκι, όπως και τα χωριά πέρα απ' αυτήν και όσα βρίσκονταν στις βορειοανατολικές όχθες της λίµνης των Γιαννιτσών έως και τα Κουφάλια. Και σ' αυτά τα χωριά, τα Ρουγκάτσια τύχαιναν θερµής υποδοχής, διότι οι κάτοικοί τούς, όντας δίγλωσοι, εκτιµούσαν ιδιαίτερα τους Ρουµλουκιώτες, διότι µιλούσαν ένα καθαρό Ελληνικό ιδίωµα. Μάλιστα, τα Ρουµλουκιώτικα χωριά τα αποκαλούσαν "Γκρέκικα" και τους Ρουµλουκιώτες "Γκρεκούδια".

Στην περιοδεία τους στα Ρουµλουκιώτικα χωριά, µία οµάδα Ρουγκατσιών δεν έπρεπε να συναντηθεί µε άλλη, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, η µία από τις δύο οµάδες όφειλε να δηλώσει υποταγή, να περάσουν δηλαδή οι χορευτές της τρεις φορές κάτω από τα υψωμένα σπαθιά της άλλης. Μία τέτοια πράξη όµως ήταν πολύ ατιµωτική και θα αποτελούσε όνειδος για το χωριό της, γι' αυτό και καµία από τις οµάδες δεν το δέχονταν και προτιµούσαν να χτυπηθούν µε τα σπαθιά τους, µέχρι τελικής πτώσης ή νίκης. Αργότερα, µονοµαχούσαν οι πρωτοκαπετάνιοι των δύο οµάδων και όποιος ηττούνταν, δήλωνε υποταγή µε όλη την οµάδα µε τον τρόπο που περιέγραψα.
Στον αιώνα µας, πιάνονταν στα χέρια οι χορευτές των δύο οµάδων, αφού άλλωστε τα σιδερένια σπαθιά είχαν ήδη αντικατασταθεί µε ξύλινα. Στην αντικατάσταση αυτή συνέβαλε, ίσως και µε την παρέµβαση της τοπικής εκκλησίας διά µέσω των ιερέων της, η φονική µονοµαχία των πρωτοκαπετάνιων των Ρουγκατσιών των χωριών Μεγάλο Αλάµπουρο (Πρασινάδα) και Τσινάφορο (Πλάτανος). Το γεγονός συνέβηκε πριν από 150 περίπου χρόνια, όταν οι δύο οµάδες συναντήθηκαν έξω από το χωριό Μικρό Αλάµπουρο (Κυδωνιά) και καθώς καµία δεν δήλωνε υποταγή, µονοµάχησαν οι καπετάνιοι, για να σκοτωθούν και οι δυο τους. Από τότε, άρχισαν να χρησιµοποιούνται και τα ξύλινα σπαθιά και η τοποθεσία που σκοτώθηκαν τα δύο παλικάρια ονοµάστηκε "Ρουγκάτσι" εις ανάµνησιν του θλιβερού συµβάντος.
Επίσης, νεκροταφείο όπου είχαν ταφεί οι φονευθέντες Ρουγκατσιαραίοι από την συµπλοκή δύο µπουλουκιών σε παλαιότερη εποχή, υπήρχε στο ενδιάµεσο των χωριών Σχοινάς και Νησί, χωρίς η λαϊκή µνήµη να διασώσει την καταγωγή τους.

Αντίστοιχες όµως φονικές συγκρούσεις µεταξύ οµάδων Ρουγκατσιών και µεταµφιεσµένων του Δωδεκαηµέρου, έχουν πραγµατοποιηθεί και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, όπως στην Ελάτη των Σερβίων, στα χωριά Αιµιλιανός, Αλατόπετρα, Μέγαρο, Σαρακίνα και Κυδωνιές των Γρεβενών, στο Τσοτύλι και το Αρόκαστρο του Βοϊου, στο Πλεύρωµα, Μαρίνα, Επισκοπή και Αρσένι της Έδεσσας, στην Αξιούπολη και την Ειδοµένη του Κιλκίς, στο Παρθένιο, στην Αύρα και στον Βλαχάβα της Καλαµπάκας, στα Καρποχώρι, Καλλιφώνιο, Μαυραχάδες, Μαυροχώρι, Ματαράγκα, Καρδιτσοµάγουλα και Παραπράταινα της Καρδίτσας κ.α., όπου σώζονται και τα σχετικά τοπωνύµια όπως: γέφυρα των Ρουγκατσιάρηδων, µνήµατα των Ρουγκατσιάρηδων, Ρουγκατσιάρια, φονιάδες κ.α.

Με τον καιρό όµως, στο Ρουµλούκι, είχε τόσο εξασθενήσει το έθιµο της υποταγής των Ρουγκατσιών, ώστε ακόµη και οι ξυλοδαρµοί εξαλείφθηκαν, αφού οι διάφορες οµάδες φρόντιζαν να µην συναντιούνται καθόλου στην πορεία τους ή να αλλάζουν κατεύθυνση όταν πλησίαζε η µία στην άλλη. Αλλά και όταν τύχαινε να συναντηθούν, αποχωρούσαν χωρίς ξυλοδαρµούς, ανταλλάσσοντας µόνο οι χορευτές μεταξύ τους προς ανάµνησιν κρόσια από τις φούντες των φεσιών τους. Την συνήθεια αυτή, την ονόµαζαν "φιλικό", σε αντίθεση µε το "εχθρικό", που συνέβαινε παλαιότερα.
Μνηµονεύεται µάλιστα και το γεγονός, ότι το 1924 βρέθηκαν στο χωριό Ποζιαρίτες (Κεφαλοχώρι) την ίδια µέρα 19 µπουλούκια Ρουγκατσιαραίων, χωρίς να σηµειωθεί κανένας ξυλοδαρµός.

Το απόγευµα της παραµονής των Φώτων, τα Ρουγκάτσια έπρεπε να επιστρέψουν οπωσδήποτε πίσω στο χωριό τους. Στην είσοδό του, τους ανέµεναν όλοι οι συγχωριανοί τους, για να τους υποδεχθούν. Μία ελεύθερη κοπέλα τότε κρατούσε ψηλά µε το χέρι της ένα µαντήλι και οι Ρουγκατσιαροί έτρεχαν, συναγωνιζόµενοι ποιός θα το πιάσει πρώτος, για να το αποκτήσει και να το έχει ως ενθύµιο. Το βράδυ, διανυχτέρευαν πάλι ανά δύο άτοµα, για να µην αρµενιαστούν. Ποτέ δεν έπρεπε να µείνει µόνος του κάποιος Ρουγκατσιάρης, ακόµη και αν συνέβαινε κάποιο δυσάρεστο γεγονός κατά την διάρκεια της περιοδείας, όπως για παράδειγµα ο θάνατος προσφιλούς προσώπου. Τότε, ο Ρουγκατσιάρης επέστρεφε στο χωριό του µε την συνοδεία κάποιου έφιππου καπετάνιου.

Ανήµερα των Φώτων, ο νταουλτζής χτυπούσε πάλι το νταούλι του και οι Ρουγκατσιαροί πήγαιναν στην εκκλησία για να εκκλησιαστούν. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, πραγµατοποιούνταν η καταγραφή των χρηµάτων και των γεννηµάτων που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοδεία των Ρουγκατσιών, όπως επίσης και η παράδοσή τους στον ιερέα και την εκκλησιαστική ή την σχολική επιτροπή. Τα γεννήµατα, θα τα εκποιούσαν αργότερα και µε το σύνολο του συγκεντρωθέντος ποσού θα κάλυπταν τις ανάγκες συντήρησης ή οικοδόµησης της εκκλησίας ή του σχολείου.

Το όλο έθιµο των Ρουγκατσιών τελείωνε µε την διοργάνωση γλεντιού, στο οποίο συµµετείχε πάνδηµα όλο το χωριό. Ο ιερέας, αφού ευλογούσε τα λουκάνικα και τον παστό που είχαν προσφερθεί στους Ρουγκαστιαρούς, τα παρέδιδε στους συγχωριανούς του και όλοι τό 'ριχναν στο φαγοπότι και στον χορό.

Τα Ρουγκάτσια είναι από τα λίγα παλαιά οµαδικά έθιµα που συνεχίζουν να τελούνται έως και σήµερα στο Ρουµλούκι. Διοργανώνονται το Δωδεκαήµερο από αρκετούς χορευτικούς και πολιτιστικούς συλλόγους και παρά τις όποιες καινοτοµίες που έχουν εισαχθεί, δεν παύουν να µας συνδέουν µε το παρελθόν και την µακραίωνη παράδοση και να αποτελούν µία ακόµη επιβεβαίωση της συνέχειας του Ελληνισµού. Τέλος, το 1998, ύστερα από πολλά χρόνια τελέστηκαν Ρουγκάτσια για την οικοδόµηση καινούργιου ναού στο χωριό Παλαιοχώρι, µε πρωτοβουλία του Εκκλησιαστικού Συµβουλίου του Ιερού Ναού Τιµίου Προδρόµου Πάλαιοχωρίου και την αρωγή και συνεργασία του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού, ακολουθώντας µάλιστα την πορεία που είχαν ακολουθήσει το 1957 και πάλι Ρουγκάτσια του ίδιου χωριού, τηρώντας στο σύνολό του σχεδόν το παλαιό τυπικό και επισκεπτόµενοι μετά από πολλές δεκαετίες τα ανατολικώς του ποταµού Λουδία και εκτός των φυσικών ορίων του Ρουµλουκιού χωριά Παρθένιο, Βαλµάδα και Βραχιά.



Οι πληροφορίες για τα Ρουγκάτσια προέρχονται από το βιβλίο του Δημήτρη Πανταζόπουλου «Τ’ ΑΝΤΕΤΙΑ ΜΑΣ» που εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια το 2001.
Τον ευχαριστώ πολύ για την άδεια αναδημοσίευσης