Ο ΓΕΝΑΡΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ
Ο Γενάρης-Ιανουάριος ονομάστηκε έτσι από το ρωμαϊκό θεό
Janus-Ιανό. Ο Ιανός ήταν θεός της αρχής και του τέλους, της μετάβασης από μια
κατάσταση σε άλλη. Ήταν ο θεός-επόπτης της κάθε
κρίσιμης καμπής: καμπής στο χρόνο, στη ζωή μας.
Τον Ιανό οι Ρωμαίοι
τον παρίσταναν διπρόσωπο. Στις πύλες της Ρώμης το άγαλμά του κοίταζε με το ένα
πρόσωπο την έξοδο και με το άλλο την είσοδο της πόλης. Κοίταζε, δηλαδή,
ταυτόχρονα προς τα μπρος και προς τα πίσω. Ο προσδιορισμός αυτός ισχύει τόσο
για το χρόνο όσο και για τον χώρο. Επομένως ο Ιανός αντίκριζε, επίσης,
ταυτόχρονα το παρελθόν και το μέλλον. Στο χέρι του κρατούσε ένα κλειδί. Με αυτό
άνοιγε τις πύλες της Ρώμης, αλλά και του καινούργιου χρόνου. Στο Ιανό οι
Ρωμαίοι αφιέρωσαν όχι μόνο τον πρώτο μήνα
του έτους αλλά και την πρώτη μέρα του
κάθε μήνα, τις καλένδες, όπως έλεγαν την πρωτομηνιά. Ο ναός του είχε 12 βωμούς,
όσοι και οι μήνες του έτους.
Στα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, οι Ρωμαίοι σαν πρώτο
μήνα είχαν τον Μάρτιο. Για τους Ρωμαίους,
που ήταν λαός πολεμικός, το κατεξοχήν περιεχόμενο του χρόνου (συγκεκριμένη
έννοια) ήταν ο πόλεμος. Οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχιζαν την άνοιξη, γιαυτό ο
πρώτος ανοιξιάτικος μήνας αφιερώθηκε στον πολεμικό τους θεό, τον Mars (Άρης). Και πρωτοχρονιά καθιερώθηκε η πρώτη Μαρτίου.
Αργότερα ο Ιανουάριος έγινε ο πρώτος μήνας του έτους (επί
Νουμά Πομπιλίου, ο οποίος οργάνωσε το ημερολόγιο με βάση τις τροπές του Ηλίου).
Άλλωστε και οι Πέρσες οι οποίοι είχαν
μελετήσει τα ουράνια σώματα
τοποθέτησαν τη μεγάλη γιορτή του ηλιακού θεού τους (Μίθρα) στις 25 Δεκεμβρίου.
Αργότερα και οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τη γιορτή του Μίθρα και την ονόμασαν
«Γενέθλιο του Αήττητου Ηλίου».
Το περιεχόμενο, λοιπόν, του χρόνου στο οποίο ανταποκρίνεται
η τοποθέτηση της πρωτοχρονιάς στη πρώτη Ιανουαρίου είναι η γέννηση του φωτός, η
γέννηση του Ηλίου. Παρετυμολογώντας, τώρα, το Γενάρη με το ρήμα γεννώ, ο λαός
εξηγεί: «Γιατί το Γενάρη τον λένε Γενάρη; - Γιατί γεννά η μέρα και τ’αρνιά».
Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, το σκοτάδι αρχίζει να υποχωρεί.
Το φως κερδίζει τη μάχη. Φως σημαίνει ζωή πάνω στον πλανήτη μας και μεταφορικά
σημαίνει χαρά, σημαίνει ελπίδα και είναι το στοιχείο του καλού στη ζωή μας.
Η περίοδος αυτή στη ζωή του Ηλίου, που πολεμάει και βγαίνει
τελικά νικητής δεν είναι μόνο η πρώτη Ιανουαρίου αλλά οι τρεις γιορτές : Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα
Θεοφάνεια. Το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στα Χριστούγεννα και τα φώτα
ονομάζεται στο λαϊκό εορτολόγιο Δωδεκάμερο και θεωρείται πολύ επικίνδυνη εποχή.
Τις νύχτες, που είναι οι μεγαλύτερες του χρόνου, κυκλοφορούν οι καλικάντζαροι,
δαιμόνια του σκότους, που άφησαν για λίγο την κατοικία τους (έγκατα της γης)
και ανέβηκαν στην επιφάνεια για να πειράξουν τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι
προσπαθούν να τους απομακρύνουν με διάφορα μέσα: με τη φωτιά, που την αφήνουν
να καίει όλη τη νύχτα στο τζάκι του σπιτιού, με ένα βοτάνι που έχει έντονη
μυρωδιά και που το λένε απήγανο και,
φυσικά, με το σημείο του σταυρού, που
διώχνει κάθε κακό. Προσπαθούν επίσης να τους καλοπιάσουν, ρίχνοντάς τους
λουκάνικα και ξεροτήγανα στα κεραμίδια, για να φάνε και να μη πειράζουν. Τα
δαιμόνια αυτά εξαφανίζονται τα
Θεοφάνεια, γιατί τα κυνηγάει ο παπάς με την αγιαστούρα του. Κανένα κακό δεν
μπορεί να αντισταθεί στον Μεγάλο Αγιασμό, που όλα τα εξαγνίζει. Φεύγουν οι
καλικάντζαροι και φεύγοντας, φωνάζουν:
Φεύγεστε να φεύγουμε
κι έρχετ’ ο ζουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα
του
Τα κακάβια στο κεφάλι,
τα παιδιά στην αμασχάλη,
φίου… και φύγαν σαν καπνός.
Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου διερμηνεύουν την αγωνία που
κατέχει τον άνθρωπο μπροστά στο τέλος μιας περιόδου της ζωής του-μιας χρονιάς-
και την αρχή μιας καινούργιας.
Πως μορφοποιούνται, τώρα, αυτές οι έννοιες του τέλους και
της αρχής; Με ποιες συμβολικές πράξεις και με ποιες συμβολικές λέξεις
εκφράζονται;
Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς μπορούμε να τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες: αυτά που συνδέονται με την έννοια του τέλους κι αυτά που συνδέονται με την έννοια της αρχής.
Το τέλος δηλώνεται με την κατάλυση της καθιερωμένης τάξης.
Όλα γυρίζουν τα πάνω κάτω: ελεύθεροι γίνονται δούλοι και οι δούλοι ελεύθεροι,
οι γυναίκες γίνονται άντρες και οι άντρες γυναίκες (μεταμφιεζόμενοι φυσικά), ο
λαός εμπαίζει τους άρχοντες και γενικά επικρατεί ασυδοσία. Τα πάντα καταρρέουν.
Αυτό άλλωστε σημαίνει τέλος.
Η αρχή, αντίθετα, δηλώνεται με την αποκατάσταση της τάξης
και των καθιερωμένων σχέσεων. «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», λένε (η
μεταφορά από το κάτεργο, φυσικά). Για να τονιστεί η επαναφορά στην τάξη, οι
άνθρωποι ανταλλάσουν μεταξύ τους δώρα
και ευχές. Μ’ αυτόν τον τρόπο ορίζονται ξανά και επιβεβαιώνονται οι
καθιερωμένες σχέσεις: άντρες προς γυναίκες, παιδιά προς γονείς, υποτελείς προς
άρχοντες. Κι ακόμα οι βαπτιστικοί προς τους νονούς, συμπέθεροι προς
συμπεθέρους, κουμπάροι προς κουμπάρους κλπ.
Οι άνθρωποι μπροστά στην καινούργια αρχή προσπαθούν να
εξασφαλίσουν την ευτυχία τους (ευτυχία που οι σύγχρονοι άνθρωποι στον
πολυσύνθετο κόσμο που ζούμε είναι
δύσκολο να την καθορίσουν). Για τον αγρότη, όμως της προβιομηχανικής εποχής τα
πράγματα ήταν απλά: Ευτυχία ήταν η καλή σοδειά, η καλή υγεία και η καλή καρδιά.
Αυτή ήταν και η συνηθισμένη ευχή της Πρωτοχρονιάς: «Γεροσύνη, καλοσύνη και
πολλά μπερεκέτια (δηλ. αφθονία αγαθών).