ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Ο ΠΡΟΣΚΟΠΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ



Γράφει ο Χρήστος Ζάλιος

Δημοσιεύτηκε στο ΛΑΟ της Βέροιας στις 17-12-2006 και 24-12-2006


Ο προσκοπισμός στην Ελλάδα
Ο ιδρυτής του Ελληνικού Προσκοπισμού, ο Αθανάσιος Λευκαδίτης γνώρισε την ύπαρξη του Προσκοπισμού και τον ιδρυτή του Baden-Powell, στο Λονδίνο κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908.
Ο Αθ. Λευκαδίτης, σε άλλη του επίσκεψη στο Λονδίνο, το καλοκαίρι του 1910, μελέτησε βαθύτερα το προσκοπικό σύστημα με σκοπό να το εισάγει και στη χώρα μας. Καθηγητής της γυμναστικής στο Λύκειο Μακρή, ο Αθ. Λευκαδίτης είχε επιλέξει ομάδα φίλαθλων και φιλεκδρομέων μαθητών, με τους οποίους πήγαινε εκδρομές τις Κυριακές στα βουνά της Αττικής και τους εξηγούσε τα μέσα εφαρμογής του προσκοπικού συστήματος. Η ομάδα αυτή με τον ιδρυτή της, αποτέλεσε τον πυρήνα του Ελληνικού Προσκοπισμού.
Τον Οκτώβριο του 1910 συστάθηκε η πρώτη Ενωμοτία Ελλήνων Προσκόπων, από τους Εμμανουήλ Γ. Μπαλτατζή, Μ.Π. Μελά, Βασίλειο Ανδρουλή, Νικόλαο Τομπάζη, Ιωάννη και Αλέξαντρο Κουντουμά, Γ. Ζαλοκώστα, Ι. Ζάννο, Α. Βορρέ και Σπ. Δελαπόρτα. Για πρώτη φορά η στολή του Προσκόπου έκανε την εμφάνισή της στην Ελλάδα. Συμπαραστάτες της πρώτης αυτής εκδήλωσης ήταν οι Μ. Μαλαμίδης, Π. Πετροκόκκινος και Γ. Σπετσερόπουλος.
Η κίνηση άρχισε να κινεί το ζωηρό ενδιαφέρον της κοινωνίας. Στις αρχές του 1911 προσήλθαν στο Προσκοπισμό και οι Κ.Μ. Μελάς, Γ. Πάνας και Ν. Πασπάτης, αξιωματικοί του «βασιλικού Ναυτικού» και ο Φίλιππος Χρυσοβελόνης, τραπεζίτης, οι οποίοι πλαισίωσαν την κίνηση, απάρτισαν την πρώτη Διευθύνουσα Επιτροπή και αργότερα αποτέλεσαν στελέχη και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ομίλου Ελλήνων Προσκόπων, όπως λεγόταν τότε.
Μαθητές και άλλων σχολείων άρχισαν να γράφονται στα μητρώα των Προσκόπων.
Το Μάρτιο του 1912 οι Έλληνες Πρόσκοποι ανέρχονταν σε 128.
Η πρώτη επίσημη εμφάνιση των Προσκόπων έγινε κατά τη (στρατιωτική τότε) παρέλαση της εθνικής γιορτής της 25ης Μαρτίου 1912. Οι Πρόσκοποι παρέλασαν μπροστά απ' την εξέδρα των επισήμων στην επί της Λεωφόρου 'Oλγας είσοδο του Ζαππείου, μπροστά από τον «βασιλιά Γεώργιο τον Α'», την «βασιλική οικογένεια», το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τις άλλες αρχές. Οι εντυπώσεις το πλήθους και οι κρίσεις του τύπου μετά από την πρώτη εκείνη εμφάνιση, ήταν ενθουσιώδεις.
Ο Ελληνικός Προσκοπισμός άρχισε να επιβάλλεται σαν ιδέα στην συνείδηση της κοινωνίας και του Κράτους. Την 9η Ιουνίου 1912 δημοσιεύεται το από της 20 Μαΐου «βασιλικό Διάταγμα» με το οποίο εγκρινόταν το καταστατικό του Ομίλου «Σώμα Ελλήνων Προσκόπων», κύριος σκοπός του οποίου ήταν η ηθική και η σωματική ανάπτυξη των απανταχού Ελληνόπουλων μέσα και έξω από την Ελλάδα, ώστε να καταστούν καλοί και αγαθοί πολίτες και στρατιώτες. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούταν από 12 μέλη με πρόεδρο τον Μ. Νεγρεπόντη και Γενικό Γραμματέα τον Κ. Μελά.
Το 1916 ιδρύεται ο Κλάδος Λυκοπούλων και εκδίδεται το πρώτο Εγκόλπιο των Λυκοπούλων.
Το 1918-1919 ιδρύεται ο προσκοπισμός στη Νάουσα.
Το τοπικό συμβούλιο του ΣΕΠ στη Νάουσα αποτελούνταν από τους:
Αρνή Θωμά, Οικονόμου Θωμά, Γκούτα Θεοδόσιο, Πετρούνια Βασ. (Δ/ντή τότε του Γυμνασίου), Λαναρά Σπύρο (τότε Δήμαρχος), Αρνή Φίλιππο (φαρμακοποιό), Φοεωλέντερ (αρχιμηχανικό της ΕΡΙΑ), Σιμανίκα Νικηφόρο, Νικ. Θ. Αρνή.
Το τοπικό συμβούλιο της Νάουσας ανέπτυξε πολύ μεγάλη δραστηριότητα και κατάφερε εκτός των άλλων να δημιουργήσει και μια αξιόλογη φιλαρμονική.
Η φιλαρμονική των προσκόπων είναι η τρίτη στη σειρά πλήρως οργανωμένη μπάντα, που δημιουργήθηκε στη Νάουσα στις αρχές του 20ου αιώνα. Αποτελούνταν από 40-45 μουσικά όργανα και αποτέλεσε ένα άρτια οργανωμένο μουσικό σχολείο, όπου έμαθαν μουσική τα παιδιά της πόλης. Στη φωτογραφία του 1921 διακρίνουμε στο συμβούλιο του ΣΕΠ, τον Σπύρο Λαναρά (Δήμαρχος εκείνης της περιόδου), που μας είναι γνωστός από τη φιλαρμονική του Αναμορφωτικού Συνδέσμου «Ευαγγελισμός». Ξέροντας ότι ο Σπύρος Λαναράς μετά τη διάλυση του Ευαγγελισμού, είχε κρατήσει τα μουσικά όργανα, τα βιβλία κλπ του Αναμορφωτικού Συνδέσμου πληρώνοντας ως αποζημίωση στα ελληνικά εκπαιδευτήρια Ναούσης το ποσό των 110 οθωμανικών λιρών, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η φιλαρμονική των προσκόπων χρησιμοποιούσε από τη σύστασή της αυτά τα όργανα. Είναι δε πολύ πιθανό και τα όργανα της φιλαρμονικής του «Λαϊκού Συνδέσμου» (δεύτερη φιλαρμονική που υπήρχε στη Νάουσα το 1910) να παραδόθηκαν στη μπάντα των προσκόπων.
Αρχιμουσικός της μπάντας των προσκόπων ήταν ο Μουραμπάς, ο οποίος είναι πολύ πιθανόν ότι διετέλεσε αρχιμουσικός και στην παλαιότερη φιλαρμονική του «Ευαγγελισμού» επί Τουρκοκρατίας. Πληροφορίες για το πότε ακριβώς ξεκίνησε η λειτουργία της φιλαρμονικής δεν έχουμε, ξέρουμε όμως ότι λειτούργησε μέχρι το 1923-24. Τότε πρέπει να διαλύθηκε και τα όργανά της χρησιμοποιήθηκαν από το μουσικό τμήμα της «Αθηνάς», που ιδρύθηκε το 1924.


Φωτ. 1 Η φιλαρμονική των προσκόπων Νάουσας στις 21-3- 1921.
Πολλά από τα παιδιά, που συμμετείχαν στη φιλαρμονική των προσκόπων, διακρίθηκαν αργότερα στην κοινωνική ζωή της Νάουσας και ως στελέχη, βοήθησαν στη δημιουργία των νεότερων φιλαρμονικών.
Τα ονόματα των μαθητών της μπάντας των προσκόπων στη φωτογραφία του 1921, καθώς και η μετέπειτα επαγγελματική απασχόληση πολλών εξ αυτών είναι:
Από αριστερά προς τα δεξιά καθισμένοι Α΄Σειρά
Μήτσαλας Γεώργιος, Γκούτας Κων/νος, Αρνής Ιωάννης, Παπαβασιλείου Θωμάς, Κουσαξίδης Αναστάσιος.
Καθισμένοι Β΄ Σειρά
Διακρίνουμε από το τοπικό συμβούλιο του ΣΕΠ τους κάτωθι:
Αρνής Θωμάς, Οικονόμου Θωμάς, Γκούτας Θεοδόσιος, Πετρούνιας Βασ. (Δ/ντής τότε του Γυμνασίου), Μουραμπάς (αρχιμουσικός), Λαναράς Σπύρος (ο τότε Δήμαρχος), Αρνής Φίλιππος (φαρμακοποιός), Φοεωλέντερ (αρχιμηχανικός της ΕΡΙΑ), Σιμανίκας Νικηφόρος, Αρνής Θ. Νικ.
Όρθιοι Α΄σειρά
Γιουλέκας Θωμάς (δάσκαλος), Παπαβασιλείου Μιλτ. (δικηγόρος), Πασπάλας Κώστας, Καρακώστας Δημήτριος (Δ/ντής ΟΤΕ), Δημητριάδης Δημήτριος, Μπέρσος Κώστας (φαρμακοποιός), Χρυσοχόου Γεώργιος (έμπορος), Χατζηδημητρίου Δημήτριος (ιατρός), Μπιντερλής Ιωάννης (χρυσοχόος), Μπιλιούρης Δημήτριος, Μήτσαλας Νικόλαος, Μήτσαλας Φιλ (ληξίαρχος δήμου).
Όρθιοι Β΄σειρά
Σταματόπουλος Θωμάς, Μπαταντζής Νικόλαος, Κούλης Σταύρος (μετέπειτα Δήμαρχος), Αρνής Γ. Νικόλαος, Βογιατζής Ιωάννης, Δραγουμάνος Αναστάσιος, Σιμανίκας Παναγής, Τζαμάλης Γεώργιος, Άτσης Φιλώτας, Μαρκοβίτης Διαμαντής (γεωπόνος), Τσίτσης Γρηγόρης (γεωπόνος), Τουσιάδης Κώστας (δικηγόρος και Νομάρχης), Παπαγεωργίου Δ. Γεώργιος.
Όρθιοι. Γ΄σειρά
Δούδος Κώστας (Βιομήχανος, ο πρώτος πρόεδρος της Φ.Ε.Ν), Χρυσοχόου Γεώργιος (μηχανικός στην Αθήνα), Οικονόμου Γεώργιος (φαρμακοποιός στη Θεσσαλονίκη), Περδικάρης Στέργιος, Μαλιάσας Θεόδωρος, Παπασλής Κώστας (στην Αμερική), Αλαφίνας Γεώργιος.

Οι πρόσκοποι της Νάουσας το 1927

Φωτ.2 Πρόσκοποι Νάουσας το 1927
Καθισμένοι από αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται:
Α΄σειρά: Γρηγοριάδης Ιωάν, Σιμανίκας Θεόφ, Χαραλαμπίδης, Σπυρόπουλος
Β΄σειρά: Φωστηρόπουλος Σούλης, Χαρ. Θωμαΐδης δικηγόρος, Χαρίλ. Παπαδόπουλος δικηγόρος, Εμ. Σιμανίκας, Μιχ. Μουμτζίδης
Όρθιοι: Αγαθ. Φωστηρόπουλος καθηγητής, Τρ. Λίτης,΄Απόλ. Πακίδης, Ιωσήφ……, Αδάμ Κοντοζής υπάλληλος ΕΤΕ, Θωμάς Θωμαϊδης ιατρός, Χαρ. Ιωσηφίδης καθηγητής, Γεώργιος Σιαμανίδης υπάλληλος Α.Τ.Ε.
Οι πρόσκοποι της Νάουσας το 1936

Φωτ.3 Οι πρόσκοποι της Νάουσας το 1936
Στη φωτογραφία φαίνονται αριστερά από τον τοπικό έφορο Χρ. Σαββατόπουλο, ο Κώστας Αδαμίδης, δεξιά ο Πέτρος Πίνας, δεξιά μπροστά ο Βασίλης Μπέρσος, ο Κώστας Γιουλέκας και ο Πέτρος Δεινόπουλος.
Οι πρόσκοποι της Νάουσας το 1939

Φωτ.4 Η τοπική εφορία προσκόπων Νάουσας τον Ιούνιο του 1939 μπροστά στο 4ο Δημ. Σχολείο
Ονόματα προσκόπων της φωτογραφίας (με αλφαβητική σειρά)
Αδαμίδης Φιλώτας (αρχηγός), Αλδάκος Θεόδωρος,Βαρδαγιαννίδης Στράτος, Βουτηράς Μιχάλης (τυμπανιστής), Γεωργιάδης Γιώργος, Γεωργιάδης Κώστας, (τυμπανιστής), Διαμαντάκος Διαμαντής, Διαμάντης Αντώνης, Ζαχαριάδης Θανάσης (ενωμοτάρχης) Ήλκος Βασίλης, Ιγνατιάδης Κώστας, Καλπαξίδης Χαράλαμπος, Καμπίτης Γιάννης, Καμπίτης Θεολόγης, Κανταρτζής Νίκος, Καρακώστας Θεόδωρος (ενωμοτάρχης),Καραφώλας Γιάννης, Κολτσιάκης Χρήστος (υπαρχηγός), Κόνιαρης, Λίτης Πτολεμαίος (Ακέλας), Λίτος Θεόδωρος, Μέμος…., Μουσικίδης Σπύρος, Μουτσιουκάπας Κώστας (υπαρχηγός), Μπαμπάτσης Τάσος, Μπαξεβάνος Πέτρος, Μπαταντζής Αντώνης, Μπέρσος Βασίλης (ενωμοτάρχης), Μπέρσος Γρηγόρης Μπίλης Γιάννης, Μπουζουκίδης Βασίλης, Μπουρλάς Γιάννης (εβραίος), Ξανθόπουλος Θεόδωρος. Παπαθωμίδης Παναγιώτης, Παπακωνσταντίνου Τάκης, Παπανδρέου Γιάννης, Παπαχατζάρας Νίκος, Παρδάλης Κώστας, Παρθενόπουλος Αβραάμ, Παρόλας Λάκης, Πιπερόπουλος Κώστας, Πόρναλης Τάκης, Ραπτόπουλος Όμηρος, Σαββατόπουλος Χρυσόστομος (τοπικός έφορος), Σαμόγλου Θάνος, Σεϊζης Χρήστος, Σιώντης Στέργιος, Σπάρτσης Νίκος (ενωμοτάρχης), Στανίσης Κώστας, Συμεονίδης Θανασης, Τασιούκας Αλέκος, Τικίρης Σταύρος Τσιτσιμίχος Πέτρος (υπαρχηγός), Χαντζάρας Νίκος, Χρυσοχόου Κώστας.
Ο Μεταξάς και ο πόλεμος που ακολουθεί διαλύουν τον προσκοπισμό. Μετά το 1945 γίνονται κάποιες προσπάθειες για αναβίωση του προσκοπισμού στη Νάουσα χωρίς μόνιμα αποτελέσματα.
Το Μάρτιο του 1957 γίνεται εκ νέου μια προσπάθεια για την αναβίωση του προσκοπισμού στη Νάουσα. Γίνεται ανασύσταση του προσκοπικού συνδέσμου ο οποίος πραγματοποιεί δύο συσκέψεις και ελπίζει ότι θα έχει την αμέριστη συμπαράσταση των γονέων. Και στις δύο συσκέψεις διαπιστώθηκε ότι είναι απολύτως αναγκαία η αναβίωση του προσκοπισμού για να δώσει τη σωστή κατεύθυνση στη νεολαία μας με τις κατάλληλες διδασκαλίες, τις ψυχαγωγικές και διδακτικές εκδρομές και τα παιχνίδια. Αναζητήθηκε ο προσφορότερος τρόπος για την αναβίωση του προσκοπισμού ώστε να επανέλθει σύντομα στην παλιά λαμπρότητά του. Απαραίτητες προϋποθέσεις γι’ αυτό ήταν η εξεύρεση κατάλληλης στέγης, η δημιουργία πόρων και στη συνέχεια η οργάνωση προσκοπικών ομάδων σύμφωνα με τους κανονισμούς του προσκοπισμού.
Ως προς τα δύο πρώτα σκέλη άρχισε η προεργασία με καλές προβλέψεις. Ως προς την οργάνωση των πρώτων ομάδων ο προσκοπικός σύνδεσμος απευθύνθηκε τόσο προς τους νέους όσο και προς τους γονείς, για να ζητήσει τη συμπαράστασή τους. Ο πρωτεργάτης αυτής της προσπάθειας ήταν ο τοπικός έφορος κ. Χρ. Σαββατόπουλος με τις ενέργειες του οποίου τα αποτελέσματα ήταν θετικά.
Δημιουργείται προσωρινό διοικητικό συμβούλιο του Προσκοπικού Συνδέσμου το οποίο αποτελείται από τους : Μιχάλη Μουμτζίδη (πρόεδρο), Δημ. Καρακώστα (αντιπρόεδρο), Πέτρο Δεινόπουλο (γενικό γραμματέα), Ι. Καραμπέλκο (ταμία), και μέλη τους Γ. Παράσχο, Ι. Ιωσηφίδη, Χρ. Μέσκο και Άλκη Παπαδόπουλο.
Το διοικητικό αυτό συμβούλιο με τη δράση του, έδωσε στον προσκοπισμό της Νάουσας την ώθηση που χρειαζόταν για να φτάσει ως τις μέρες μας.
Οι πληροφορίες για τη φιλαρμονική των προσκόπων είναι από το βιβλίο «Φιλαρμονική Εταιρεία Ναούσης» του κ. Χρήστου Ζάλιου που εκδόθηκε από τη φιλαρμονική της Νάουσας.
Στην αναγνώριση των προσώπων στις φωτογραφίες βοήθησαν οι παλιοί πρόσκοποι της Νάουσας: Σπάρτσης Νικόλαος, Ιγνατιάδης Κώστας, Αδαμίδης Φιλώτας, Βαρδαγιαννίδης Στράτος, Μπέρσος Βασίλης.
Χρήστος Ζάλιος
Καθηγητής Φυσικής Αγωγής
Νάουσα

Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ




Γράφει ο Χρήστος Ζάλιος


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΧΟΡΟΣ» τ. 91, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2007


Ο γάμος στη Νάουσα του Κώστα Σεφερτζή και της Αναστασίας Δ. Αγγελάκη το 1900
Την Κυριακή, μια βδομάδα πριν απο το γάμο, οι πιο κοντινοί συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στο σπίτι του για να ορίσουν ποιοι θα είναι οι σταυροπατέρες και οι σταυρομάνες (νιόπαντρα αντρόγυνα), οι καλεστάδες και τα μπρατίμια (ανύπαντροι φίλοι του γαμπρού) που θα βοηθού­σαν σε όλες τις ετοιμασίες του γάμου. Τη Δευτέρα έρχο­νται στο σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς και οι φίλοι με σι­τάρι και ζαχαρωτά, για τα κοσκινίδια.

Την Τετάρτη πριν το γάμο γινόταν η Ικνά. Ετοίμαζαν και έστελναν σε ένα κανέστρι δώρα από το γαμπρό στη νύφη. Περιείχε πουκάμισα, τη φούντα, το μπόγο, την τσίπα, δώρα για τον πεθερό, την πεθερά και τους κουνιάδους. Στο κανέ­στρι εκτός από τα δώρα έβαζαν και μια οκά ικνά (κόκκινη σκόνη που έβαφαν τα νύχια). Ακόμη είχε μέσα γλυκά, καλαμποζάχαρη, κουφέτα, αμύγδαλα, σαπούνι και δώρα για όλη την οικογένεια. Το κανέστρι της ικνάς το πήγαιναν και το έφερναν δυο αγόρια και ένα κορίτσι. Όταν έφτανε το κανέ­στρι με τα δώρα του γαμπρού στο σπίτι της νύφης, αφού έβλεπαν τα δώρα το γέμιζαν με δώρα για το γαμπρό και το έστελναν στο σπίτι του. Τα μικρά που πήγαιναν και έφερναν τα δώρα, τα συνόδευε η μουσική. Και εδώ η παρουσία της μουσικής ήταν απαραίτητη, καθώς και ο χορός και τα τρα­γούδια. Στου γαμπρού το ίδιο βράδυ έχουμε την προετοιμα­σία του ψωμιού, τα «προζύμια».
Την Πέμπτη καλούσαν κόσμο στο σπίτι της νύφης όπου είχαν τα «διπλώματα», γινόταν το ξεδίπλωμα, άπλωμα και δίπλωμα της προίκας. Ξεδίπλωναν και αράδιαζαν στο μεγά­λο δωμάτιο την προίκα για να τη δει ο κόσμος: πανικά, σαλταμάρκες, κισμίρια, χράμια, ζηλιά, φλοκάτες, φουστάνια, κοσμήματα. Όλοι θαύμαζαν και επαινούσαν. Έπαιρναν όρ­γανα και χόρευαν. Την ημέρα χόρευαν οι γυναίκες και το βράδυ τα αγόρια και τα κορίτσια. Την Πέμπτη αργά το βράδυ όταν τελείωνε ο χορός γινόταν και η ικνά.
Την Παρασκευή το πρωί ξεκινούσαν από το σπίτι του γα­μπρού οι καλεστάδες για να καλέσουν τον κόσμο του γάμου με τους καβαλαρούς (μικρά κουλίκια), αργότερα με προσκλητήρια. Όσοι ήταν προσκαλεσμένοι με «σοφράν», δηλα­δή καλεσμένοι και στο τραπέζι του γάμου, έστελναν δώρα. Κάποιοι έστελναν αρνιά στολισμένα με λουλούδια, μήλα και πορτοκάλια. Οι καλεστάδες φορούσαν γιλέκο, άσπρο που­κάμισο, σιαλιβάρι, ζωνάρι και άσπρο μαντήλι στον ώμο. Τους συνόδευε πάντα η μουσική και το ρακί. Οι καλεστάδες, που συνήθως ήταν νέοι ανύπαντροι, σε κάθε σπίτι έστηναν χορό με τους σπιτικούς.
Την Παρασκευή το βράδυ μετά το γιόμα γίνονταν και το τίμημα της προίκας. Έρχονταν από το γαμπρό και κατέγραφαν πόσο κάνει το ένα και πόσο κάνει το άλλο από την προί­κα της νύφης. Μετά από αυτό άρχιζε πάλι ο χορός με βιολιά και κεράσματα.
Το Σάββατο γινόταν και το ξύρισμα του γαμπρού. Μα­ζεύονταν οι φίλοι και τα ξαδέρφια του γαμπρού και ο κουρέ­ας ξύριζε το γαμπρό με τα όργανα να παίζουν μουσική. Με­τά το ξύρισμα έντυναν το γαμπρό, πάλι με μουσική και τους φίλους του να τραγουδούν:
Σαν την άσπρη πέτρα νά' σαι πάντα γερός
και η ζωή σας χαρούμενη και καθάρια
ας κυλά σαν το νερό του ρυακιού.
Το ντύσιμο ξεκινούσε όταν ο γαμπρός ανέβαινε στο τα­βάνι του ανωγιού, κρεμιόταν από τα δοκάρια γυμνός και προσπαθούσε να πέσει μέσα στο συντρόφι που κρατούσαν από κάτω ανοιχτό δύο μπρατίμια. Αν δεν τα κατάφερνε με την πρώτη φορά ξαναπροσπαθούσε.
Την ίδια ώρα στο σπίτι της νύφης έχουμε τα πλεξίδια. Οι φιλενάδες της νύφης τη χτένιζαν και της έκαναν δύο πλε­ξούδες στα μαλλιά τραγουδώντας:
Τη νύφη μας την είχαμε στη γλάστρα λουλουδάκι
και τώρα τη χαρίσαμε σ' ένα παλικαράκι.
Γαμπρέ μας καλορίζικι, σι κάνουμι μιμέτι
ν' αφήνεις τη νυφούλα μας νά' ρχιτι να μας βλέπει.
Στη συνέχεια ντυνόταν η νύφη με τη βοήθεια γυναικών του σπιτιού. Τα μπρατίμια και οι καλεστάδες ετοίμαζαν την «κόχη» στο σπίτι του γαμπρού, στο καλό δωμάτιο ή στο ανώγι. Στην κόχη κρεμούσαν ένα καλό ζιλί που το στόλιζαν με λουλούδια ή δάφνες βαρακομένες. Εκεί θα στέκονταν ο γαμπρός και η νύφη μετά τα στέφανα έως αργά.
Την προίκα την έπαιρναν το Σάββατο όταν τελείωνε το άλλαγμα του γαμπρού. Όταν άρχιζε να σουρουπώνει πήγαι­ναν οι φίλοι και οι συγγενείς του γαμπρού μαζί με τους κα­λεστάδες, με συνοδεία μουσικής και με μερικά άλογα στο σπίτι της νύφης για να πάρουν την προίκα. Αφού χόρευαν μερικούς χορούς φόρτωναν τα σεντούκια με την προίκα στα άλογα και ξεκινούσαν με τα όργανα να παίζουν το εμβατή­ριο της προίκας. Στο δρόμο οι καλεστάδες κρατούσαν μεγά­λα φανάρια που τα έβαζαν μετά στα δωμάτια του σπιτιού για να φωτίζονται καλύτερα. Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού αυτός δώριζε στα μικρά παιδιά που συνόδευαν την προίκα.
Μετά το πάρσιμο της προίκας ξεκινούσαν από το σπίτι του γαμπρού για να πάρουν το νουνό και στη συνέχεια τη νύφη. Ο γαμπρός με τη μουσική τους συγγενείς του, τους καλεστάδες και όλους τους χαριώτες (όλους όσους συμμε­τείχαν στη χαρά) πήγαιναν να πάρουν το νουνό, ενώ οι γο­νείς του γαμπρού έμεναν στο σπίτι. Όταν ο γαμπρός έφτανε στο σπίτι του νονού τον χαιρετούσε, φιλούσε το χέρι του και ξεκινούσαν για να πάρουν τη νύφη. Ένα παιδί έπαιρνε το φλάμπουρο, ένα άλλο έναν κεντημένο σταυρό, άλλο παιδί το κανέστρι με τα κουφέτα και τα μπρούτζινα στέφανα που είχαν φροντίσει να πάρουν από την εκκλησία. Ακολουθούσαν οι μουσικοί και οι καλεστάδες που έφεγγαν με τις λάμπες τους στενούς δρόμους.
Ο νουνός αγόραζε τα στέφανα, τις δύο λαμπάδες κι ένα ύφασμα για φου­στάνι της νύφης. Ακόμη έστελνε ένα άσπρο άλογο στολισμένο για να καβαλι­κέψει η νύφη. Πολλές φορές ο νουνός έστελνε κι ένα κριάρι (ζυγούρι) με βαμ­μένη κόκκινη την πλάτη και δυο μήλα ή πορτοκάλια βαρακομένα καρφωμένα στα κέρατα του. Ένα μικρό παιδί κουβα­λούσε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο με δύο λαβές, που είχε πάνω του τα στέφα­να και κουφέτα. Μπροστά πήγαινε το φλάμπουρο, ακολουθούσε το παιδί με το δίσκο με τα στέφανα, και παραπίσω ο νουνός, τα όργανα οι συγγενείς και όλοι οι χαριώτες. Τελευταίος ακολουθούσε ο γαμπρός μαζί με τους φίλους του.
Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης χαμήλωναν το φλά­μπουρο κι αυτή το προσκυνούσε τρεις φορές. Το γαμπρό όσο βρισκόταν στο σπίτι της νύφης τον έκρυβαν στο κελάρι ή στο αχούρι για να μη δει τη νύφη πριν το στεφάνωμα. Στη σκάλα έδωναν στη νύφη ένα ψωμί ή μια λειτουργία για να την τσακίσει στα δύο. Σταύρωνε τα χέρια της και το κομμάτι από το δεξί χέρι το έδινε στους συγγενείς του γαμπρού, ενώ αυτό από το αριστερό χέρι στους δικούς της. Κατόπιν η νύφη χαιρετούσε φιλώντας το χέρι των γονιών της, των συγγενών, των γειτόνων ακόμη και των μικρών παιδιών που παρευρίσκονταν. Λίγο πριν την εξώπορτα έκανε πολύ αργά το σταυρό της ενώ τα όργανα έπαιζαν ένα πολύ λυπητερό σκοπό του αποχωρισμού.
Μετά ο νουνός την ανέβαζε σ' ένα κάτασπρο άλογο που είχαν στολίσει τα γκέμια του με μαντήλια, ιτριές και λου­λούδια, το κρατούσαν δε δύο καλεστάδες. Τη νύφη την έπαιρναν όταν άρχιζε να νυχτώνει. Όλη η πομπή με το φλά­μπουρο, το κριάρι, το δίσκο με τα στέφανα, τους οργανοπαί­χτες, το άλογο με τη νύφη, το νουνό, τους συγγενείς του γαμπρού και της νύφης και τους χαριώτες, ξεκινούσε για το σπίτι του γαμπρού όπου θα γίνονταν τα στέφανα. Ο γα­μπρός ερχότανε τελευταίος παρέα με τους φίλους του για να μη δει ακόμα τη νύφη. Οι οργανοπαίχτες έπαιζαν ένα εμ­βατήριο κατά τη μεταφορά της νύφης. Όταν η νύφη έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, πριν κατεβεί από το άλογο δώριζε μαντήλια στα αδέρφια του γαμπρού, τελευταία δώριζε στον πεθερό της, του φιλούσε το χέρι κι αυτός την κατέβαζε από το άλογο. Η νύφη έμπαινε στο σπίτι με το δεξί πόδι. Στο κεφαλόσκαλο τη δεχόταν η πεθερά της με ένα δίσκο με δύο μισογεμάτα ποτήρια κρασί κι ένα πλαστό ψωμί. Έπινε λίγο κρασί από κάθε ένα ποτήρι κι αφού τσάκιζε το ψωμί στα δύο το μοίραζε. Στη συνέχεια ανέβαινε στο σπίτι και μέχρι να έρθει ο παπάς για το στεφάνωμα κρυβόταν μαζί με τις φιλε­νάδες της στην κόχη που της είχαν ετοιμάσει.
Μετά το στεφάνωμα και το χαιρέτισμα από τον κόσμο, ο γαμπρός και η νύφη στέκονταν στην κόχη. Όταν γινόταν γλέντι στο σπίτι οι σοφράδες στρώνονταν στα δωμάτια και μόνο στο ανώγι έμενε τόπος για χορό. Όταν στρώνονταν τα τραπέζια άρχιζαν να παίζουν οι μουσικοί. Εδώ τα όργανα που χρησιμοποιούσαν ήταν βιολί, ούτι, κλαρίνο, λαούτο, νταϊρές και αργότερα το ακορντεόν. Από τους καλεσμένους ακούγονταν ευχές για το ζευγάρι και για το νουνό:
Μαργαριτάρι ου γαμπρός κι μάλαμα η νύφη
κι όποιους τους ιστεφάνουσι χίλια χρόνια να ζήσει
Ο νουνός ήταν αυτός που είχε το πρόσταγμα στο γλέντι. Όριζε ποιος και με ποια θα χορέψει, τι χορό και πότε. Χωρίς την άδεια του δε χόρευε κανείς. Συνήθως σήκωνε δυό, τρία, ή και τέσσερα ζευγάρια ανάλογα με το χώρο που υπήρχε στο ανώγι του σπιτιού. Έτσι αποφεύγονταν οι παρεξηγήσεις στο γλέντι. Προς τα ξημερώματα η νύφη δωρίζει στο νουνό, στους σταυροπατέρες και τους καλεστάδες πουκάμισα και μεταξωτά μαντήλια. Στη συνέχεια αφού φιλήσει το χέρι του νουνού, για πρώτη φορά από την έναρξη του γαμήλιου γλε­ντιού επιτρέπεται να χορέψει. Η νύφη με το γαμπρό να τη συνοδεύει, χορεύει με καμάρι και μεγαλοπρέπεια τον αργό συρτό της νύφης. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το ξημέρωμα της Κυριακής. Τότε αφού τραγουδούσαν το:
Άιντε παιδιά να φύγουμε, προτού μας βαρεθούνε
της γειτονιάς οι όμορφες θέλουν να κοιμηθούνε.
Έπαιρναν τα όργανα και με πατινάδα πή­γαιναν το νουνό στο σπίτι του, όπου τους περίμεναν συνήθως στρωμένα τραπέζια και συνεχιζόταν το γλέντι όλη τη μέρα. Μετά το γάμο, το Σάββατο το βράδυ η νύφη, ο γα­μπρός με τους γονείς του και μερικούς στε­νούς συγγενείς πήγαιναν στα πιστρόφια, στο πατρικό της νύφης, πολλές φορές συνο­δευμένοι από βιολιά και γινόταν πάλι γλέντι.
Βιβλιογραφία
Ζάλιου-Μπασιακούλη, Ευγενία: Περί γάμου και άλ­λων τινών. Ιούνιος 2005.
Λύκειο των Ελληνίδων Βέροιας: Ημαθία Ερατεινή. Βέροια, 2003.
Μπάϊτσης, Τάκης: Ο κύκλος της ζωής και το δημο­τικό τραγούδι της Νάουσας. Νάουσα, 2003.
Μπλιάτκα, Ανθούλα: Ανέκδοτες σημειώσεις. Νάου­σα.
Σαμαρά, Θάλεια: Στου Βερμίου την αντάρα.
Σπάρτσης, Νικόλαος: Αντέτχια στη Νάουσα. Νάου­σα, 2003.
Συνέντευξη στο Χρήστος Ζάλιο από τον Αλέκο Χωνό στις 15/01/2004.
Φωνή Ναούσης, 04/02/1968.

Χρήστος Ζάλιος
Καθηγητής Φυσ. Αγωγής
Νάουσα


Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ ΜΠΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ




Ζάλιος Χ., «Η ονομασία του εθίμου Μπούλες της Νάουσας», Πολιτιστικά Δρώμενα, 43, σελ. 27-31, Βέροια 2007.

Οι Μπούλες είναι παλαιότατο αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας. Δύσκολα μπορούμε σήμερα να βρούμε τις ρίζες του, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα από τα έθιμά μας. Όμως όλα τα στοιχεία του μας οδηγούν σε παλαιούς χρόνους.
Στο αποκριάτικο αυτό έθιμό μας, έχει δοθεί πολύ πετυχημένα ο ορισμός χορευτικό δρώμενο, γιατί η δράση των ανθρώπων που συμμετέχουν στην τέλεσή του είναι δράση χορευτική και χωρίς αυτήν η τέλεση του εθίμου είναι αδύνατη.
Τα κυριότερα στοιχεία του εθίμου που μας μεταφέρονται από μία πολύ αυστηρή προφορική παράδοση είναι:
  • Η συγκρότη­ση του μπουλουκιού, που προϋποθέτει την αυστηρή αποδοχή και τήρηση ορισμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου για συμμετοχή σ' αυτό.
  • Το φύλο των τελεστών είναι μόνο νέοι άνδρες
  • Τη γυναικεία μορφή (νύφη-μπούλα) την υποδύεται πάντα άνδρας.
  • Η ένδυση, η μεταμφίεση και η συμπεριφορά των τελεστών διέπονται από πατροπαράδοτους κανόνες.
  • Τα μουσικά όργανα, οι χοροί, το δρομολόγιο, είναι προκαθορισμένα από το τελετουργικό, που ακολουθείται αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων.

Μπουλούκι από Μπούλες με το ζουρνατζή Μήτρο Χαϊβάνο το 1911.

Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και πιθανότατα έχει σχέση με τελετές φυλετικής μύησης όπως η τελετή ενηλικίωσης κατά την οποία ο νέος, ντυμένος με γυναικεία ρούχα και οδηγούμενος από ανύπανδρους άντρες της φυλής, θα μυηθεί με τη σειρά του στα μυστικά της, θα αποβάλλει τη γυναικεία ενδυμασία και θα μεταμορφωθεί σε άνδρας.
Σήμερα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στη μακραίωνη ιστορία του το έθιμο μεταπλάθει και παράλλη­λα ενσωματώνει στα επί μέρους στοιχεία του, την τοπική παράδοση, τους μύ­θους, τους θρύλους, τα τραγούδια και τους ηρωικούς αγώνες της Νάουσας.
Οι τελεστές ήταν και είναι πάντα νέοι άνδρες. Ο αριθμός τους τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται να ήταν από έξι μέχρι δώδεκα, ενώ σήμερα μπορεί να συμμετέ­χουν και περισσότεροι. Στο μπουλούκι, από πολύ παλιά έπαιρναν μέρος και μικρά αγόρια.
Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας του εθίμου, η κυρίαρχη ονομασία που χαρακτηρίζει το μπουλούκι είναι Μπούλες, ενώ αυτή που χαρακτηρίζει το άτομο που συμμετέχει στο μπουλούκι κατ’ άλλους είναι Μπούλα και κατ’ άλλους Γενίτσαρος.
Ας δούμε όμως τις γραπτές αναφορές που υπάρχουν αναφορικά με την ονομασία του εθίμου.
Ο ιστορικός της Νάουσας Ε. Στουγιαννάκης στο βιβλίο του Ιστορία της πόλεως Ναούσης, σελ. 54, Εν Εδέσση 1924, αναφέρει μόνο την ύπαρξη γενιτσαρικών και κλέφτικων ομίλων χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση. Παραθέτω ακριβώς το απόσπασμα που αναφέρεται στους Ναουσαίους : «Δια δε τον ελληνισμόν των επιχειρήματα θα ήσαν: πρώτιστον πάντων ή κρατούσα ελληνική γλώσσα, το ελληνικόν εθνικόν συναίσθημα, τα ήθη, τα έθιμα και αι έλληνικαί παραδόσεις, αι κατά τας απόκρεως συνήθειαι των γενιτσαρικών και κλέφτικων ομίλων, τα ελληνικά τοπωνύμια».
Για την προέλευση της ονομασίας Μπούλα ο Θεόδωρος Ζιώτας στο βιβλίο του «Μπούλες της Νάουσας» μας παραθέτει τις εξής ερμηνείες :
  1. Η λατινική λέξη «Bulla» (Μπούλα) εκτός των άλλων σημαίνει και α) ομφαλωτό κόσμημα ζωνών και θυρών, β) περιδέραιο, το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι στα αγοράκια τους σαν στολίδι. Επειδή η φορεσιά της ναουσαίϊκης Μπούλας είναι γεμάτη από ποικιλόμορφα κοσμήματα, βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι «Μπούλα» σημαίνει αυτός που φέρει στη στολή του διάφορα κοσμήματα (ασημικά, χρυσαφικά κλπ.).
  2. Στην Ήπειρο, ειδικότερα στη Θεσπρωτία, απαντά εν χρήσει το ρήμα «Μπουλώνω» το οποίο σημαίνει «καλύπτω», «σκεπάζω». Μπούλωμα, λοιπόν, είναι το «σκέπασμα», το «κάλυμμα» και βεβαίως, το «προσωπείο» ή οτιδήποτε άλλο καλύπτει μέρος ή ολόκληρο το πρόσωπο. Κατά τα προαναφερθέντα η λέξη «Μπούλα» σχετίζεται άμεσα εννοιολογικά με τα ποικιλόμορφα κοσμήματα και με το «προσωπείο» ή οτιδήποτε άλλο καλύπτει το πρόσωπο, στοιχεία που χαρακτηρίζουν έντονα τις Μπούλες της Νάουσας.
Όταν λοιπόν οι Ναουσαίοι λένε «έρχονται οι Μπούλες» ακριβολογούν γιατί εννοούν ότι έρχονται αυτοί που φορούν προσωπεία και που φέρουν πάνω τους ποικιλόμορφα κοσμήματα.
Η λέξη γενίτσαρος είναι μεταγενέστερη και σίγουρα δεν είναι αυτή που χαρακτηρίζει το έθιμο. Πάντα στη Νάουσα ακουγόταν και θα ακούγεται όταν περνά το μπουλούκι των τελεστών του εθίμου, «έρχονται οι Μπούλες», «περνάνε οι Μπούλες», «θα πάμε να δούμε τις Μπούλες» και ποτέ δεν ακούστηκε η φράση, περνάνε οι γενίτσαροι, πάμε να δούμε τους γενίτσαρους.
Ο Στέργιος Αποστόλου, ιστορικός της Νάουσας, στο βιβλίο του (Σύμμεικτα τ. Α΄ ) συνηγορεί στο ότι η ονομασία του εθίμου πρέπει να επανεκτιμηθεί και μάλλον να περιοριστεί στο Μπούλες διότι το γενίτσαρος φαίνεται να μην έχει καμία σχέση με το έθιμο.
Ο ερευνητής και συγγραφέας της Νάουσας Μανώλης Βαλσαμίδης σε όλα τα βιβλία και τα συγγράμματά του είναι υπέρμαχος του όρου Μπούλες και απορρίπτει εντελώς τον όρο γενίτσαρος θεωρώντας τον άσχετο με το έθιμο.
Ο συγγραφέας Θωμάς Γαβριηλίδης στο άρθρο του «Γυανίτσαρος και Μπούλα» στο περιοδικό Νιάουστα (τ.71, 1995) κάνει μια ενδιαφέρουσα αναφορά για την προέλευση του εθίμου από τα αρχαία ελληνικά μακεδονικά έθιμα. Πιθανολογεί ότι το έθιμο είναι αναπαράσταση του γάμου του Διόνυσου με τη Βασίλινα, τη γυναίκα του εκάστοτε βασιλιά. Αφού αναφέρεται στο έθιμο με την ονομασία Μπούλες στη συνέχεια διαχωρίζει τα ονόματα του αρχηγού του μπουλουκιού και της νύφης-Μπούλας σε Γιανύτσαρος και Μπούλα.
Σε μια προσπάθεια να μας απαλλάξει από την αρνητική έννοια του «γενίτσαρος», βασιζόμενος σε μια υπόθεσή του το μετατρέπει σε Γιανύτσαρος παραπέμποντας στο Διόνυσο (Διόνυσος, Γιάνουσος, Γιάνυτσος, Γιανύτσαρος και τα μέλη του μπουλουκιού Γιανυτσάρια, Γιανυτσαραίοι ως ακόλουθοι του Γιανύτσαρου, Γιάνυτσου-Διόνυσου). Του διαφεύγει όμως ότι ο όρος γενίτσαρος και γενίτσαροι χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως τα Λεχαινά, η Τζιά, η Πάτρα κ.α.
Την εκδοχή αυτή ασπάζεται και ο Τάκης Μπάϊτσης και τιτλοφορεί το βιβλίο του «Γιανίτσαροι και Μπούλες της Νιάουστας».
Στο ιστορικό λεξικό της νέας ελληνικής που εκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1980, υπάρχουν πολλά παραδείγματα που συνηγορούν στο ότι οι λέξεις γενίτσαρος και γιανίτσαρος είναι συνώνυμες και η διαφορά τους είναι θέμα τοπικής ντοπιολαλιάς.
Ας προσπαθήσουμε όμως να διερευνήσουμε γιατί προστέθηκε στο έθιμο και η λέξη γενίτσαρος.
Ο δάσκαλος Δημητριάδης Δημ. σε άρθρο του στη φωνή Ναούσης στις 27-2-1955 γράφει ότι η ονομασία γενίτσαρος μπήκε για να ξεγελά τους Τούρκους. Απλοϊκή ερμηνεία αλλά ίσως όχι και τόσο απίθανη, τουλάχιστον εν μέρη.
Η λέξη γενίτσαρος σίγουρα στο πέρασμα των αιώνων απόκτησε κατά περιόδους διαφορετικές έννοιες. Υπήρχαν περίοδοι που η λέξη γενίτσαρος ήταν συνώνυμο του άγριος, βάρβαρος, σκληρός, απάνθρω­πος κλπ. (ΥΠΕΡΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Εκδόσεις Παγουλάτου, Αθήνα).
Στο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής, που εκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, η ερμηνεία που δίνεται στις λέξεις γενιτσαρισμός και γενιτσαριά, είναι: Αυθαιρεσία, πράξις σκληρά ή συμπεριφορά αυθάδης και παράνομος, αρμόζουσα εις γενιτσάρους.
Ο Ιω. Ψύλλας μας δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή όσον αφορά το γιατί αποκαλούσαν τους Έλληνες της μεσαίας τάξης στη Τζια του ΙΗ΄ αιώνα, γενίτσαρους. Στο βιβλίο του Ιστορία της νήσου Κέας, Εν Αθήναις 1921, περιγράφοντας την ενδυμασία των κατοίκων της Τζιάς κατά τον ΙΗ΄ αιώνα ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν, μας λέει για τη μεσαία τάξη : «Οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης ονομάζονταν μαυροβρακάτοι και γενίτσαροι επειδή φορούσαν μαύρα βρακιά και επειδή διέπρατταν αυθαιρεσίες».
Ας σταθούμε σ’ αυτό το τελευταίο, τις αυθαιρεσίες. Ο γενίτσαρος πράγματι ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε μέσα στην αυθαιρεσία. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν την Ελλάδα το 17ο και 18ο αιώνα, για να είναι πάντα ασφαλείς στην τουρκική επικράτεια έπαιρναν ως σωματοφύλακα από τις τουρκικές αρχές ένα γενίτσαρο. Αυτός τους προστάτευε από τους ληστές και ήταν υπεύθυνος να τους βρει κατάλυμα και τροφή. Έμπαινε σε όποιο σπίτι Έλληνα ήθελε και απαιτούσε φιλοξενία με το ζόρι και δωρεάν. Μπορούσε χωρίς να πληρώσει να πάρει το άλογο ενός χωρικού άσχετα αν ο νόμος το απαγόρευε και να μη δώσει λόγο σε κανένα. Αυτές και πολλές άλλες αυθαιρεσίες ήταν κοινό γνώρισμα των γενιτσάρων.
Ας δούμε τώρα εάν το έθιμό μας οι Μπούλες έχει σχέση με αυθαιρεσίες. Την περίοδο της τουρκοκρατίας όταν άρχιζε να βραδιάζει απαγορευόταν στους Έλληνες να κυκλοφορούν χωρίς φανάρι. Αν τους συναντούσε Τούρκος στο δρόμο το λιγότερο που θα πάθαιναν ήταν ένας άγριος ξυλοδαρμός. Αυτό βέβαια στην προεπαναστατική Νάουσα δεν ίσχυε τόσο λόγω των προνομίων που είχε αποκτήσει. Στα μάτια όμως των Τούρκων της Βέροιας και της γύρω περιοχής δεν έπαυε να είναι ένα αγκάθι. Μετά το 1822 σίγουρα είχαν αλλάξει τα πράγματα και μέσα στη Νάουσα, καθώς εγκαταστάθηκαν και Τούρκοι.
Αυθαιρεσία πρώτη. Οι Μπούλες φορώντας την κλεφταρματολική ενδυμασία περιφέρονταν όλη τη νύχτα χορεύοντας μέχρι το ξημέρωμα χωρίς φανάρια.
Αυθαιρεσία δεύτερη η προσωπίδα, που εμπόδιζε τους Τούρκους να ελέγχουν ποιοι είναι οι μασκαρεμένοι.
Αυθαιρεσία Τρίτη, η ενδυμασία του εθίμου.
Η ενδυμασία των τελεστών του εθίμου δηλαδή η κοντή φουστανέλα, το γιλέκι το μεϊτάνι, το σελιάχι, οι τοκάδες τα κιουστέκια, τα χαϊμαλιά, παραπέμπουν στη φορεσιά των κλεφταρματολών της Ρούμελης. Στην περιγραφή που κάνει ο λόγιος Κων/νος Ζήσιος της φορεσιάς των κλεφταρματωλών της Ρούμελης στο βιβλίο του «Νικοτσάρας, Εν Αθήναις 1889» οι ομοιότητες είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς.
Ο ιστορικός της Νάουσας Στουγιαννάκης αναφέρεται σε γενιτσαρικούς και κλέφτικους ομίλους. Είναι όμως πολύ πιθανόν, λέγοντας κλέφτικους ομίλους να αναφέρεται στις Μπούλες λόγω της ενδυμασίας που παραπέμπει στην κλεφταρματολική και με το γενιτσαρικούς ομίλους να εννοεί τα «τουρκάκια» ή και κάποιο μπουλούκι ντυμένο με γενιτσαρικές στολές πράγμα που συνηθίζονταν τις αποκριές.
Παρέα Ναουσαίων ντυμένοι Τουρκάκια. Αποκριές στη δεκαετία του 1920.
Η πιο γοητευτική για τους Έλληνες αποκριάτικη εκδήλωση ήταν να μασκαρεύονται σε βοεβόδες, γενίτσαρους, μπέηδες, καδήδες και άλλους Τούρκους αξιωματούχους και να παρελαύνουν στους δρόμους με τους ακολούθους τους ντυμένους επίσης τούρκικα. Ειδικά στη Νάουσα μέχρι και τη δεκαετία του 1930 τις αποκριές ντύνονταν «Τουρκάκια».
Άλλωστε κλέφτικους ομίλους με την αρματολική ενδυμασία που φορούν οι Μπούλες της Νάουσας (εάν αφαιρέσουμε την προσωπίδα και το ταράμπουλο), αναφέρει στη διπλανή μας Βέροια και ο ιστορικός της Αναστάσιος Χριστοδούλου.
Σε απόσπασμά του για το καρναβάλι της Βέροιας διαβάζουμε:
«Ή Βέροια έφημίζετο πάντοτε για τα εξαιρετικά καρναβάλια πού πα­ρουσίαζε κάθε χρόνο τις αποκριές, ιδίως κατά τους χρόνους της δου­λείας, κατά τους οποίους οι Βεργιώτες ξεφάντωναν στις Εθνικές εκδηλώσεις μέχρι παρεξηγήσεως. Παρέες διάφορες ντυμένοι με την δοξασμένη του αρμα­τολού φουστανέλα και τα επακόλουθα εξαρτήματα, πισλιά, τσαρούχια, σιάπκα, κάλτσες, βουδέτες και άφθονα ασημικά, περιέτρεχον την πόλη χορεύοντας και τραγουδώντας Εθνικά άσματα. Τους αρματολούς και κλέφτες, τους οποίους εμείς αποκαλούσαμε «Καπεταναραίους», συνόδευαν όργανα εγχώρια. Οι οργανοπαίκτες καίτοι Τουρκόγιουφτοι, γνώριζαν εν τούτοις και τα Εθνικά μας τραγούδια, τα οποία ακούγονταν ευχάριστα όταν τα έπαιζαν».
(Χριστοδούλου Εμμ. Αναστάσιος, Η Ιστορία της Βέροιας, σελ. 105, Μάρτιος 1960).
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τη σημασία που είχε εκείνα τα χρόνια η ενδυμασία παραθέτω τα εξής : Φιρμάνι του 1806 καθόρισε με αυστηρότητα την ενδυμασία των ραγιάδων। Τους χώριζε σε τρεις τάξεις, κάθε τάξη είχε και τη δικιά της φορεσιά. Όσοι ανήκαν στην τρίτη τάξη δεν είχαν δικαίωμα να φορούν παπούτσια και κάλτσες, εκτός αν μετατάσσονταν στη δεύτερη πληρώνοντας ετήσιο φόρο 75 ή 100 γρόσια. Εκατό χρόνια πριν, το 1703, απαγορευόταν με φιρμάνι στους Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους σε όλη την επικράτεια να φορούν χρωματιστά ρούχα και κίτρινα παπούτσια καθώς και γούνες από κουνάβι, σαμούρι, ερμίνα, αστραχάν κλπ.
Για όσους έχουν την περιέργεια να δουν πως ήταν η φορεσιά των πραγματικών γενίτσαρων του τούρκικου στρατού, παρουσιάζω παρακάτω και μερικές φωτογραφίες γενιτσάρων.


Και τέταρτη και πιο σοβαρή από όλες τις αυθαιρεσίες που παρουσίαζε το έθιμο ήταν η Πάλα, το γιαταγάνι. Οι Μπούλες γυρνούσαν στους δρόμους χορεύοντας οπλισμένοι.
Ο δάσκαλος και λόγιος της Νάουσας Σταύρος Χωνός γράφει σχετικά με το έθιμο, στην εφημερίδα «Νάουσα» στις 4-3-1928 : «Και τέλος η πάλα, η οποία έπαιζε και τον σπουδαιότερον ρόλον. Διότι οι Τούρκοι την πολυτελή αυτήν αμφίεσιν, έχουσαν πολλήν την ομοιότητα με την Αλβανικήν τουρκικήν ενδυμασίαν την ηνείχοντο, την πάλαν όμως όχι. Ο φανατικός και περήφανος Τούρκος βαρέως έφερε βλέπων τον ραγιάν να επισείη ενώπιόν του την πάλα και να την ρίπτη 8 και 10 μέτρα υψηλά και πηδώντας να την πιάνη. Όταν το 1897 κηρυχθέντος του πολέμου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το κανόνι βροντούσεν εις τα σύνορα, ο Καϊμακάμης Βερροίας με επιτελείον αξιωματικών ήλθεν εδώ δια να απαγορεύσουν την πάλαν. Αλλά δεν το κατόρθωσαν, η πάλα ήστραψεν και πάλι. Όπου βαθέως εριζωμένο ήτο το παλαιόν ετούτο έθιμον, το οποίον οι κατά καιρούς άρχοντες της πόλεως εκθύμως υπεστήριξαν».
Προσωπική μου εκτίμηση είναι, ότι οι νέοι που ντύνονταν Μπούλες στο αποκριάτικο έθιμό μας, από κάποια περίοδο και μετά άρχισαν να αποκαλούνται και γενίτσαροι λόγω των πολλών αυθαιρεσιών που διέπρατταν τελώντας το τελετουργικό του εθίμου. Όλοι οι Ναουσαίοι γνωρίζουμε βέβαια ότι εκτός από αυτά που προαναφέρθηκαν, υπήρχαν και πολλά άλλα όπως οι επαναστάτες που πολλές φορές κρύβονταν κάτω από την προσωπίδα, τα χρήματα που μάζευαν για τον αγώνα, τα κλέφτικα και πατριωτικά τραγούδια που ενσωματώθηκαν στο έθιμο κλπ.
Σήμερα μετά από πολλά χρόνια, μπορούμε ίσως να δούμε καθαρότερα και να διατηρήσουμε την ονομασία Μπούλες η οποία χαρακτηρίζει στην κυριολεξία το έθιμό μας και να αποβάλουμε το γενίτσαρος, που μόνο μεταφορική έννοια μπορεί να είχε για όσους χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο, καθώς τίποτα στο τελετουργικό του εθίμου μας δεν παραπέμπει στους γενίτσαρους της περιόδου της τουρκοκρατίας.
Βιβλιογραφία για το έθιμο Μπούλες
1. Αγοραστός Δημήτρης, «Οι Μπούλες πριν εξήντα χρόνια» περιοδικό Νιάουστα, τεύχος 6, έτος 1979.
2. ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, τόμος τέταρτος τεύχος δεύτερον, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1980.
3. Αποστόλου Στέργιος, Οι Γενίτσαροι του τουρκικού στρατού και οι Μπούλες του Ναουσαίϊκου αποκριάτικου εθίμου, Έρευνα σε αλβανικές πηγές, Σύμμεικτα τ. Α΄ Μακεδονικές Μελέτες, Νάουσα, 1992.
4. Βαλσαμίδης Μανώλη, Οι ρυθμοί των τραγουδιών του δρώμενου «Μπούλες της Νάουσας», Νάουσα 2004.
5. Βαλσαμίδης Μανώλης, «Οι τοπικοί μας χοροί», περιοδικό Νιάουστα, τεύχος 5, έτος 1979.
6. Βαλσαμίδης Μανώλης, Οι Μπούλες της Νιάουστας, Σεμινάριο Μελίκης 2003.
7. Γαβριηλίδης Θωμάς, Γιανύτσαρος και Μπούλα (η ιστορία των ονομάτων), περιοδικό Νιάουστα τ.70-71.
8. Γκούτας Φ. Αχιλλέας, Η Νάουσα στον 19ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 1999.
9. Δεινόπουλος Πέτρος, «Γενίτσαροι και Μπούλες στη Νάουσα και στα Λεχαινά», περιοδικό Νιάουστα, τεύχος 73, έτος 1995.
10. Δεινόπουλος Πέτρος, «Γενίτσαροι και Μπούλες υπάρχουν και στην Ηλεία», εφημερίδα Φωνή Ναούσης, 17/2/1996.
11. Δημητριάδης Δημήτριος, «Το καρναβάλι στην παλαιά Νάουσα», Φωνή Ναούσης 13/3/1955.
12. Δημητριάδης Δημήτριος, «Το καρναβάλι της Ναούσης άλλοτε και σήμερα», Φωνή Ναούσης 27/2/1955.
13. Δρανδράκης Λ., Ο αυτοσχεδιασμός στον Ελληνικό δημοτικό χορό, Αθήνα 1993.
14. Ένθετο από το CD του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών, «ΜΠΟΥΛΕΣ» ΝΑΟΥΣΑ ΗΜΑΘΙΑΣ.
15. Ζάλιος Χρήστος, Δημήτρης Βογιατζής ή Μήτρος Χαϊβάνος (1870-1942), ο πρώτος Ναουσαίος ζουρνατζής, εφημ. Νέοι Καιροί, 17/2/2007.
16. Ζάλιος Χρήστος, Η ιστορία του καρναβαλιού μας, εφημ. νέο Βήμα, 16/2/2007.
17. Ζάλιος Χρήστος, Οι Μπούλες της Νάουσας, εφημ. ΛΑΟΣ Βέροιας 11/2/2007 και 17-18/2/2007.
18. Ζιώτας Μ. Θεόδωρος. Οι Μπούλες της Νάουσας, Νάουσα 2003.
19. Κουκούλος Ι. Γ., ΟΙ ΜΠΟΥΛΕΣ, εφημ. ΝΑΟΥΣΑ, 26-2-1928.
20. Λύκειο των Ελληνίδων Βέροιας, ΗΜΑΘΙΑ ΕΡΑΤΕΙΝΗ, Βέροια 2003.
21. Μελίκης Γιώργης, Ένθετο από το CD Ζουρνάδες και νταούλια, σελ.5.
22. Μπάϊτσης Τάκης, «Κωσταντούλης ο λαϊκός ποιητής της Νιάουστας - Οι Μπούλες στη Θεσσαλονίκη το 1909», Νάουσα 1982.
23. Μπάϊτσης Τάκης, Γιανίτσαροι και Μπούλες της Νιάουστας, Θεσσαλονίκη 2001.
24. Νίκου Κ., Αποκριάτικο άλμπουμ με αναμνήσεις του Τρυφ. Χατζητρύφων, περ. Νιάουστα, τ.2, σελ.20.
25. Σαμαρά Χ. Θάλεια, Μπούλιες, Στον Μακεδονικό Αγώνα, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, Θεσσαλονίκη 1969.
26. Σούγγαρης Κωσταντούλης, Αποκρεά εις την Νάουσαν, εφημ. ΝΑΟΥΣΑ, 4-3-1928.
27. Σπάρτσης Νικόλαος, Αντέτχια στη Νιάουστα, Νάουσα 2003.
28. Στουγιανάκης Ευστάθιος, Ιστορία της πόλεως Ναούσης, Εν Εδέσση 1924.
29. Στράτου Ν. Δόρα, Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, σελ. 85-88, Αθήνα 1976.
30. Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό λεξικό, Αθήνα 1993.
31. ΥΠΕΡΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Εκδόσεις Παγουλάτου, Αθήνα.
32. Χριστοδούλου Εμμ. Αναστάσιος, Η Ιστορία της Βέροιας, σελ. 105, Μάρτιος 1960.
33. Χωνός Σταύρος, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΗΣ», εφημερίδα «Νάουσα» 4/3/1928, γράφει με το ψευδώνυμο ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΟΣ.
Χρήστος Ζάλιος
Καθηγ. Φυσικής Αγωγής
Νάουσα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ


Γράφει ο Ζάλιος Χρήστος
Δημοσιεύτηκε στο νέο Βήμα την Παρασκευή 16/2/2007
Παρατηρήσεις πάνω στις πληροφορίες που μας δίνει ο Σταύρος Χωνός σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα «Νάουσα» στις 4-3-1928 με το ψευδώνυμο ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΟΣ.
Ο Σταύρος Χωνός σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα της Νάουσας, «ΝΑΟΥΣΑ» που εκδόθηκε στις 4/3/1928, με ιδιοκτήτη και διευθυντή το Νίκο Δουλγεράκη, μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την προέλευση του αποκριάτικου εθίμου μας «Μπούλες». Θα ήθελα να κάνω μερικές παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτές τις νέες πληροφορίες και στη συνέχεια θα ακολουθήσει αυτούσιο το κείμενο για να μπορούν να κρίνουν τα γραφόμενα όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Ορισμένες λέξεις ή φράσεις που είναι δυσανάγνωστες αποτυπώθηκαν ακριβώς όπως διακρίνονται στο πρωτότυπο.

Οι καινούργιες πληροφορίες που αποχτούμε είναι :
  • Ο Σταύρος Χωνός τοποθετεί την έναρξη του εθίμου γύρω στα 1778. Βέβαια δε μας δίνει καμιά πληροφόρηση για την προέλευση αυτής της βεβαιότητάς του όσον αφορά την έναρξη του εθίμου.
  • Η προέλευση του εθίμου είναι από τα Ιωάννινα. Στα Ιωάννινα, στο έθιμο του Γενίτσαρου όπως το αποκαλεί, η φορεσιά είναι εντελώς διαφορετική (ποτούρια τσόχινα μέχρι τις άκρες των ποδιών, κλπ). Το έθιμο με αυτή τη φορεσιά μετέφεραν εδώ Ναουσαίοι έμποροι οι οποίοι πουλούσαν στα Ιωάννινα σαγιάκια, όπλα κλπ).
  • Αυτός που αντικατέστησε την παλιά φορεσιά με τη φουστανέλα ήταν ο άρχων της Νάουσας Ζαφειράκης.
  • Μας δίνει νέες πληροφορίες για την ενδυμασία όπως ότι το μεταξωτό ζωνάρι της κεφαλής, το λεγόμενο ταραμπουλούζ (ταράμπουλο), είχε προέλευση από την Τρίπολη της Αφρικής και ότι στο στήθος φορούσαν εικόνες των πολιούχων της Νάουσας Αγ. Δημητρίου και Αγ. Γεωργίου. Τα λιάπικα τσαρούχια που φορούσαν, ήταν από τελετίνι και κατασκευάζονταν μόνο στα Ιωάννινα.
  • Ως πρώτο γνωστό τεχνίτη της Νάουσας για την προσωπίδα αναφέρει το Μπλατσιώτη και μας λέει ότι αυτός μαθήτευσε σε γνωστό τεχνίτη των Ιωαννίνων. Από τους γιούς του πρώτου τεχνίτη έμαθε την τέχνη της προσωπίδας ο φημισμένος τεχνίτης Αριστείδης Μπλατσιώτης.
  • Μας λέει ότι οι Τούρκοι ανέχονταν τη νέα (με τη φουστανέλα) πολυτελή αμφίεση του «Γενίτσαρου» διότι έμοιαζε πάρα πολύ με την Αλβανική τουρκική ενδυμασία.
  • Μας δίνει την πληροφορία, ότι το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο καϊμακάμης της Βέροιας ερχόμενος στη Νάουσα με επιτελείο αξιωματικών, προσπάθησε να απαγορεύσει τη χρήση της πάλας στο έθιμο, χωρίς βέβαια να το καταφέρει.
  • Αναφέρει ότι ο πρώτος χορός που τελούνταν από το μπουλούκι στο δημαρχείο, ήταν ο Συγκαθιστός (ο γνωστός μας κάτω στη Ρόϊδω) τον οποίο περιγράφει ως χορό όπου «το άρρεν κυνηγά το θήλυ και αυτό με εύστροφους ελιγμούς κατορθώνει να ξεφεύγει». Είναι η πρώτη γραπτή μαρτυρία ότι στη Νάουσα χορευόταν από πολύ παλιά ο Συγκαθιστός ένας χορός που εκτός του εθίμου «Μπούλες» χορευόταν και ως ο πρώτος χορός στο γλέντι του Ναουσαίϊκου γάμου.
  • Μας πληροφορεί ότι οι ζουρνατζήδες ήταν όλοι Τούρκοι που έρχονταν από τα περίχωρα της Νάουσας και από τη Βέροια. Όλοι δε έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
  • Και μια πληροφορία που αφορά τους φίλους της ιππασίας. Την Καθαρά Δευτέρα ετελούντο στη Νάουσα ιππικοί αγώνες με αφετηρία τον κήπο του Πετρίδη και τέρμα τον μοναχό πλάτανο. Σίγουρα σ’ αυτή τη διαδρομή δε μπορούν σήμερα να γίνουν ιππικοί αγώνες, ίσως όμως θα μπορούσε να γίνει αναβίωση του εθίμου σε κάποια περιοχή πιο κατάλληλη γι’ αυτό το σκοπό.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΗΣ
Εις την Νίκαιαν την περίφημον πόλιν δια τας διασκεδάσεις των απόκρεων, λέγουν ότι εφέτος εορτάσθη η πεντηκονταετηρίς του Καρναβάλου. Εάν έχει έτσι το πράγμα, το ιδικό μας Καρναβάλι είναι κατά πολύ αρχαιότερον. Χρονολογείται πολύ προ της μαγάλης ελληνικής επαναστάσεως του 1821.
Επί Αλή πασιά του Τεπελενλή εις τα Ιωάννινα ο Γενίτσαρος έπαιρνε και έδιδε με την ιδιάζουσαν εκείνην στολήν του, η οποία ήτο ποτούρια τσόχινα μέχρι των ποδών, κεντημένων με χρυσογάϊτάνια, παρέκει. Ι …. την κεφαλήν από ζωνάρι μεταξωτό, πισλιά επίσης τσόχινα χρυσοκεντημένα και το απαραίτητο γιαταγάνι εις τα αριστερά.
Τον γενίτσαρον τούτον ούτω πως ενδεδυμένον μετέφεραν εδώ έμποροι Ναουσαίοι επικοινωνούντες με τα Ιωάννινα, όπου μεταβαίνοντες επώλουν λάδι, σιαγάκια, και τα περίφημα της Ναούσης όπλα με τσιάρκι Κωστιούλη και λαμνί Πλήκα.
Κατόπιν δε ο λογοθέτης και Άρχων της Ναούσης Ζαφειράκης, εις τα μάτια του οποίου πολύ άσχημα κτυπούσαν τα τουρκικά πουτούρια, αντικατέστησε ταύτα δια της φουστανέλλας σύμφωνα με το πνεύμα της τότε εποχής και το αρματωλικό και κλέπτικο φρόνημα. Άλλ’ η φουστανέλλα αύτη δεν έπρεπε να είναι μακρά, ως εκείνη, την οποίαν εφόρουν εις την Πελοπόννησον και την στερεάν Ελλάδα δηλ.15=20 εκατοστά κάτω του γόνατος, αλλά κοντά αρματωλική 4=5 δακτύλους άνω του γόνατος, σημείον της νύ….τείας του φέροντος αυτήν, εξαρτήματα της φουστανέλλας ήσαν οι κάτασπρες χολέβες δεμένες κάτωθεν του γόνατος με βοδέτες μεταξωτές φουντωτές, η φέρμιλη εμπρός, τα πισλιά οπίσω, αι δύο παλάσκαι η μία εμπρός η άλλη οπίσω, τα τοκάδια σταυροειδώς οπίσω και τα κιουστέκια εμπρός εις το στήθος φέροντας εικόνας αγίων και προ πάντων του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου πολιούχων της Ναούσης. Εις την κεφαλήν το μεταξωτό ζωνάρι από την Τρίπολιν της Αφρικής τα λεγόμενα ταραμπουλούζ, τσαρούχια δε λιάπικα μοσχοβολούντα από δέρμα τελετίνι, τα οποία μόνον εις τα Ιωάννινα κατασκευάζοντο.
Προσωπίς δε πανομοιότυπος αυτή η σημερινή χρώματος ερυθρολεύκου παριστώντος τον σφριγηλόν νεανίαν, με μάτια μικρά, στόμα μικρόν αλλά μύστακα μακρόν αρειμανίως προς τα άνω στραμμένον εις ένδειξιν του ελευθέρου φρονήματος. Δια την κατασκευήν της προσωπίδος ταύτης ο Ναουσαίος Μπλατσιώτης αρκετόν χρόνον εμαθήτευσεν εις τεχνίτην Ιωαννίτην. Από τους οιούς δε αυτού εδιδάχθη την τέχνην ο μοναδικός εις το είδος αυτό Αριστείδης Μπλατσιώτης. Και τέλος η πάλα, η οποία έπαιζε και τον σπουδαιότερον ρόλον. Διότι οι Τούρκοι την πολυτελή αυτήν αμφίεσιν του Γενιτσάρου έχουσαν πολλήν την ομοιότητα με την Αλβανικήν τουρκικήν ενδυμασίαν την ηνείχοντο, την πάλαν όμως όχι. Ο φανατικός και περήφανος Τούρκος βαρέως έφερε βλέπων τον ραγιάν να επισείη ενώπιόν του την πάλα και να την ρίπτη 8 και 10 μέτρα υψηλά και πηδώντας να την πιάνη. Όταν το 1897 κηρυχθέντος του πολέμου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το κανόνι βροντούσεν εις τα σύνορα, ο Καϊμακάμης Βερροίας με επιτελείον αξιωματικών ήλθεν εδώ δια να απαγορεύσουν την πάλαν. Αλλά δεν το κατόρθωσαν, η πάλα ήστραψεν και οι Τούρκοι έδωκαν μπαχτσίσι. Όπου βαθέως ερριζωμένη ήτο το παλαιόν ετούτο έθιμον, το οποίον οι κατά καιρούς άρχοντες της πόλεως εκθύμως υπεστήριξαν.
Σύντροφος του Γενιτσάρου συνοδεύουσα αυτόν ήτο η νύφη, η λεγομένη μπούλα δια την ύπαρξιν της οποίας δύο εκδοχαί υπάρχουσιν. Κατά τους μεν ως εκδήλωσις της αρ….τικής διαθέσεως του Γενιτσάρου, κατά τους δε ως επινόησις προς αργυρολογίαν. Η νύφη στολισμένη ως αληθινή νύμφη, με φουστάνι πολυτελές και με κουλάνι (ζώνην) ασημένιο ζωσμένη και την κεφαλήν με τεχνητά λουλούδια εστεμένην, έπρεπε να είναι λυγερή και να χορεύη ωραία δια να σαγηνεύη τον θεατήν και να του πάρη την δεκάραν. Και ήτο ανάγκη να γίνη τούτο, διότι ο καρνάβαλος είχε πολλά έξοδα. Χρήματα εχρειάζοντο δια την προμήθειαν των ασημικών, δια την άδειαν των Αρχών (των τουρκικών), δια την πληρωμήν των νταουλίων, την διατροφήν του νταουλτζή και ζουρνατζή, οι οποίοι όλοι σχεδόν ήσαν ξένοι και ερχόμενοι εκ Βερροίας και των περιχώρων, οι οποίοι ως ανταλλάξιμοι απήλθον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ενδεδυμένοι και έ…ασμένος ο γενίτσαρος και η νύφη και ….ελούντες ομάδας (μπουλιούκια) από 6-8 άτομα έπρεπε κατά παλαιόν έθιμον καθιερωθέν υπό των αρχόντων της Ναούσης προ του 1821, οπότε ουδείς τούρκος υπήρχεν εν αυτή να επισκεφθούν το Διοικητήριον, όπου κατά πρώτον εχόρευον τον συγκαθιστόν, χορόν, καθ’ όν το άρρεν κυνηγά το θήλυ, το οποίον με ευστρόφους ελιγμούς πάντοτε ξεφεύγα. Αλλά και μετά την καταστροφήν της Ναούσης το 1822 και τον νέον συνοικισμόν της πόλεως διετηρήθη αυστηρώς το έθιμον τούτο, του να επισκέπτονται δηλ. η μπούλες πρώτον το Διοικητήριον, όπου αι τουρκικαί αρχαί ανέμεναν αυτάς και τας εφιλοδώρουν. Εκείθεν χορεύοντες το μπουλούκι χαβαα ή περιήρχοντο τας κεντρικωτέρας οδούς της πόλεως σταματώντες εις τας πλατείας και τέλος όλα τα μπουλούκια, ανερχόμενα εις 6=8 και ενίοτε εις δέκα έπρεπε να καταληξουν εις την πλατείαν «Καμμένα» όπου εδημιουργείτο ένα αληθές πανδαιμόνιον. Την δε επιούσαν, ήτοι την καθαράν δευτέραν ετελούντο και ιππικοί αγώνες, αφετηρίαν μεν έχοντες τον κήπον του κ. Πετρίδου, τέρμα δε τον μοναχόν πλάτανον. Αυτά είναι αγαπητή μου αναγνώστρια και αγαπητέ μου αναγνώστα, η ιστορία και η εξέλιξις του Καρναβάλου μας. Ως βλέπετε, ο Γενίτσαρος διετηρήθη σχεδόν ο αυτός απέριψεν μόνον τας δύο παλάσκας, αι οποίαι τον εμπόδιζον εις τον χορόν. Η νύφη όμως έλειψε και μαζί με αυτήν έλειψε και ο μοναδικός πόρος του Καρναβάλου. Και δια τούτο από τα συνήθως έξι-οχτώ μπουλιούκια περιωρίσθησαν εις έν και μόνον. Ιδού ένα ζήτημα, το οποίον πρέπει να εμβάλη εις σκέψεις όλους τους θιασώτας των Πατρίων, οι οποίοι θέλουν να διατηρηθή το ωραίον αυτό έθιμον, το οποίον αριθμεί βίον 150 περίπου ετών. Και επειδή οι λόγοι είναι μόνον χρηματικόν δια τούτο ενδείκνυται η σύστασις ενός «Κομιτάτου των Απόκρεων» το οποίον εν συνεργασία μετά του Δημοτικού Συμβουλίου να έρχεται αρωγόν εις τον Καρνάβαλον, μαζί με τον οποίον όλοι μας μικροί και μεγάλοι διασκεδάζομεν και δια την οποίαν διασκέδασίν μας οι ξένοι μας καλοτυχίζουν και μας θαυμάζουν. «Απορώ και εξίσταμαι, μας έλεγεν ένας ξένος, με το μοναδικό αυτό θέαμα. Όλοι χορεύετε, τα παιδιά χορεύουν, οι νέοι χορεύουν, οι άνδρες χορεύουν. Σατυρίζονται πρόσωπα, διακωμωδούνται έθιμα, παρατηρείται αληθής πανζουρλισμός και όμως μια μύτη δεν ματώνει, ένας μικροκαυγάς δεν γίνεται, ένα απλούν επεισόδιον δεν λαμβάνει χώραν μεταξύ 10 χιλιάδων χορευτών, οι οποίοι πίνουν και γλεντούν».
Ο ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΟΣ
Χρήστος Ζάλιος
Καθηγ. Φυσικής Αγωγής

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

ΟΙ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΕΣ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΝΑΟΥΣΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ



Ζάλιος Χ., «Οι φιλαρμονικές στη Βέροια και τη Νάουσα στις αρχές του 20ου αιώνα», ΛΑΜΔΑ, 29, Βέροια 2007.


Στα τέλη του 19ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Μακεδονία οι φιλεκπαιδευτικοί και φιλόμουσοι σύλλογοι που δρούσαν στις ελληνικές πόλεις, στην προσπάθειά τους να τονώσουν το εθνικό φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων, ανέπτυξαν έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Ανάμεσα στις δράσεις τους σημαντική θέση κατέχει η δημιουργία μουσικών σωματείων και φιλαρμονικών. Η Βέροια και στη συνέχεια η Νάουσα ήταν από τις πρώτες πόλεις της Μακεδονίας που δημιούργησαν αξιόλογες φιλαρμονικές.
Φιλαρμονικές στη Βέροια
Τον Μάρτιο του 1874 ιδρύθηκε το πρώτο σωματείο της Βέροιας ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Βεροίας» με σκοπό τη μόρφωση και την πνευματική ανάπτυξη της σπουδάζουσας νεολαίας. Πρόεδρος του νέου συλλόγου ανέλαβε ο Κ. Μελετίου, γενικός γραμματέας ο Κ. Δ. Γεμιτζόγλου και ταμίας ο Κ. Γ. Ρόκου.
Τον Μάρτιο του 1880, ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος διαλύθηκε και στη θέση του ιδρύθηκε από τους Αντ. Γεμιτζόγλου, Δ. Τούσα, Κ. Χατζηνικολάκη και Δ. Γεωργακόπουλο, η Αδελφότης «Αθηνά» με σκοπό εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό.
Η Αδελφότης «Αθηνά» διέθετε : 1) Δύο περιοδικά και μια εφημερίδα, 2) Βιβλιοθήκη, 3) Δασκάλους για τη διδασκαλία της Εκκλησιαστικής και της Ευρωπαϊκής μουσικής, για την ανάδειξη καλών ιεροψαλτών και σχηματισμό ορχήστρας εγχόρδων οργάνων, 4) Βήμα από το οποίο δίνονταν ηθικοπλαστικές ομιλίες, 5) Γυμναστή.
Ακόμη από την αδελφότητα δίνονταν βραβεία στους μαθητές που διακρίνονταν για τη διαγωγή και την πρόοδό τους στα μαθήματα.
Η Αδελφότης «Αθηνά» διατηρήθηκε μέχρι τον Ιανουάριο του 1898 οπότε και μετονομάστηκε μετά από διαταγή των τουρκικών αρχών σε «Μέλισσα». Στην ίδρυση της φιλαρμονικής της Αδελφότητας πρωτοστάτησαν οι Εμμ. Ζάχος και Εμμ. Φουντούκας. Πρόεδρος ήταν ο Δημήτριος Τούσας, ταμίας ο Θωμάς Χατζηνικολάκης και μέλη οι Στ. Μαλούτας, Στ. Σακελλαρίδης, Αναστάσιος Αντωνιάδης, Αριστείδης Ζωγράφος.
Την διεύθυνση της φιλαρμονικής ανέλαβε ο εξ’ Ιταλίας μουσικοδιδάσκαλος Signior Petsioti, ο οποίος εντός 15 ημερών έπαιξε τον Σουλτανικό Ύμνο, την ημέρα των γενεθλίων του, την 19η Αυγούστου στην αυλή του διοικητηρίου κάτω από τα έκθαμβα μάτια των Τούρκων.
Στην Αδελφότητα «Μέλισσα» οφείλεται και η ίδρυση μαντολινάτας και η διάδοση της μουσικής σε όλη την πόλη της Βέροιας. Από τις θεατρικές παραστάσεις που έδωσε η «Μέλισσα» πριν το 1912 γνωρίζουμε τους «Μυλωνάδες» και τη «Γιαννούλα»

Φωτ. 1. Η φιλαρμονική της αδελφότητας «Μέλισσα» στη Βέροια το 1901.
(Φωτ. αρχείο Χρήστου Σ. Ζάλιου)
Τα ονόματα των μουσικών της φιλαρμονικής της Αδελφότητας «Μέλισσα» στη φωτογραφία του 1901 είναι:
Πρώτη σειρά από δεξιά καθισμένοι
Εμμανουήλ Παπαδήμος, Γεώργιος Τζήκας, Αντώνιος Ζαφάρας, Θεμιστοκλής Μπουλασίκης, Εμμανουήλ Φουντούκας
Δεύτερη σειρά καθισμένοι, το Διοικητικό Συμβούλιο
Θ. Χατζηνικολάκης, Στ. Μαλούτας, Σινιόρ Πετσιότι (αρχιμουσικός), Στ. Σακελλαρίδης, Αναστάσιος Αντωνιάδης, Αριστείδης Ζωγράφος.
Τρίτη σειρά όρθιοι
Δ. Σιτσάνης, Εμμανουήλ Σουφουρλής, Αντ. Καρατζόγλου, Δ. Κανάκης, Δ. Δαβόρας, Γρ. Ωρολογάς, Κ. Παρναβέλας, Δ. Λυγγεράς.
Τέταρτη σειρά όρθιοι
Εμμανουήλ Αντωνιάδης, Π. Τζιντός, Π. Χριστοδούλου, Εμμανουήλ Ζάχος, Αθ. Μαλλιαράς, Εμμανουήλ Βλαχογιάννης, Γ. Σαράφογλου, Δ. Παπαθεοκλήτου και οι μικροί Μεν. Χατζηνικολάκης, και Alfonso Petsioti.
Στη Βέροια το 1916, ιδρύθηκε ο φιλαρμονικός σύλλογος «Ελικών» που αργότερα συγχωνεύθηκε με τον μουσικογυμναστικό σύλλογο «Μέγας Αλέξανδρος» που δημιουργήθηκε το 1924. Βασικός σκοπός δημιουργίας του συλλόγου ήταν η δημιουργία μουσικής καθώς και η διδασκαλία θεατρικών παραστάσεων.
Φιλαρμονικές στη Νάουσα
Στις αρχές του 20ου αιώνα παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη της Νάουσας έχουμε μια εξίσου μεγάλη πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη. Το 1910 λειτουργούσαν στη Νάουσα τρία ελληνικά σχολεία αρρεναγωγείο με οκτώ τάξεις, παρθεναγωγείο με πέντε τάξεις με συνολικό αριθμό 800 μαθητών, όπως και νηπιαγωγείο με 300 παιδιά και 4 νηπιαγωγούς.
Το 1903, η Νάουσα πολιτικά ήταν χωρισμένη σε δύο παρατάξεις, που διατηρούσαν χωριστά σχολεία, χωριστές εκκλησίες, χωριστές φιλαρμονικές.
Κυρίαρχη προσωπικότητα της εποχής ο Κων/νος Χατζημαλούσης, είχε οργανώσει τους εργαζόμενους των εργοστασίων και της υπαίθρου σε παράταξη με το όνομα «Πούπουλο». Αργότερα το 1908 έδωσε και νομική υπόσταση στην παράταξη συστήνοντας το σωματείο «Λαϊκός Σύνδεσμος ο Άγιος Δημήτριος»με την 6/28-9-1908 απόφαση του Πρωτοδικείου Βέροιας. Ο Χατζημαλούσης δημιούργησε μια παραταξιακή φιλαρμονική, με σκοπό να αναπτύξει τη μουσική παιδεία των νέων της Νάουσας και να ψυχαγωγεί το λαό της πόλης. Η φιλαρμονική αυτή, τις γιορτές και τις Κυριακές στην εξέδρα που στηνόταν στο Κιόσκι έπαιζε εκτός των άλλων και αποσπάσματα από γνωστές οπερέτες της εποχής. Ο Λαϊκός Σύνδεσμος έδινε και μουσικοθεατρικές παραστάσεις, τα έσοδα των οποίων μαζί με τις μηνιαίες συνδρομές των μελών, τις δωρεές και το δίσκο στην εκκλησία αποτελούσαν τους πόρους για τις ανάγκες του Σωματείου
Από τα πιο γνωστά Κωμειδύλλια και θεατρικά έργα που παίζονταν στις παραστάσεις που δίνονταν εκείνη την εποχή είναι: «Η Γκόλφω», «Οι Σουλιώτισσες», «Η κυρά Φροσύνη», «Η παράδοξος Απολύτρωσις», «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας».
Από την άλλη μεριά, η αντίπαλη πολιτική παράταξη των πλουσίων Τσορμπατζήδων το «Κορδόνι», είχε δημιουργήσει τον Αναμορφωτικό Σύνδεσμο Ναούσης ο «Ευαγγελισμός». Πρόεδρος του Ευαγγελισμού ήταν ο Σπύρος Γ. Λαναράς και μέλη οι: Μέσκος Κ. Γεώργιος, Δανδάνης Γεώργιος, Μπίλης Δ. Γεώργιος, Παπαγιάννης Γ. Αριστείδης, Τύμης Γ. Αναστάσιος, Παπακωνσταντίνου Στέφανος, Λάππας Στέφανος, Χατζηδημητρίου Αυξέντιος, Λαπαβίτσας Γ. Κων/νος, Τσιώμης Κ. Άγγελος, Ζέμος Χριστόδουλος, Μπεσλίκας Διονύσιος, Μήτσιαλας Γ. Γρηγόριος, Καράγιας Γεώργιος.
Ο Αναμορφωτικός Σύνδεσμος είχε φιλαρμονική εξίσου σημαντική με αυτήν του«Πούπουλου». Η άμιλλα μεταξύ των δύο φιλαρμονικών είχε ως αποτέλεσμα μια υψηλή μουσική παιδεία για την εποχή εκείνη. Από ότι φαίνεται, στην τελετή θεμελίωσης του Δημοτικού Σχολείου του Αγίου Μηνά στις 3 Ιουλίου 1911 έλαβαν μέρος και οι δύο φιλαρμονικές εκείνης της εποχής.
Γνωρίζουμε ότι ο «Ευαγγελισμός» είχε διαλυθεί το 1908, απ’ ότι φαίνεται όμως ο πρόεδρός του δεν είχε διαλύσει το τμήμα της φιλαρμονικής, πιθανόν για πολιτικές σκοπιμότητες. Βλέπουμε, ότι όταν του ζητήθηκε να παραδώσει τα όργανα της μπάντας καθώς και τα άλλα υπάρχοντα του σωματείου στην εφορεία σχολείων Ναούσης, όπως προβλεπόταν από το καταστατικό σε περίπτωση διάλυσης, αυτός αρνήθηκε. Το 1911, ο Σπύρος Λαναράς προσπάθησε να ανασυστήσει τον διαλυμένο Αναμορφωτικό Σύνδεσμο, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Φωτ. 2. Η φιλαρμονική του Αναμορφωτικού Συνδέσμου στη Νάουσα, το 1911.
(Φωτ. αρχείο Χρήστου Σ. Ζάλιου)
Η φιλαρμονική του Αναμορφωτικού Συνδέσμου ο «Ευαγγελισμός», που ανήκε στην παράταξη των Τσορμπατζήδων αποτελούνταν από 17 μουσικούς τουλάχιστον όπως βλέπουμε στη φωτογραφία του 1911. Τα όργανα που έπαιζαν οι μουσικοί της και που διακρίνονται στη φωτογραφία είναι: Ένα μπάσο, τρία τζένις, δύο τρομπόνια, δύο ευφώνια, δύο τρομπέτες, 4 κλαρίνα, μια γκράν-κάσα, ένα τύμπανο και πιατίνια. Ο αρχιμουσικός της μπάντας, που διακρίνεται δεξιά, είναι πιθανότατα ο Μουραμπάς[1].

Φωτ. 3. Η φιλαρμονική του «Πούπουλου» στη Νάουσα, 3 Ιουλίου 1911
(Φωτ. αρχείο Χρήστου Σ. Ζάλιου)
Στη φιλαρμονική του «Πούπουλου» όπως βλέπουμε στη φωτογραφία από την τελετή θεμελίωσης του σχολείου του Αγίου Μηνά, φαίνονται 16 μουσικοί με ομοιόμορφη στολή, σακάκι με κουμπιά και παντελόνι ανοιχτού χρώματος. Τα μουσικά όργανα που διακρίνονται είναι: Δύο μπάσα, δύο τζένις, δύο ευφώνια, δύο τρομπόνια, δύο κλαρίνα, τρεις τρομπέτες, μία γκράν-κάσα και ένα τύμπανο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της τελετής θεμελίωσης, η φιλαρμονική του Λαϊκού Συνδέσμου Ναούσης παιάνιζε συνεχώς, ενώ πολίτες και οικοδόμοι παρείχαν δωρεάν τις υπηρεσίες τους στις πρώτες εργασίες ανέγερσης του σχολείου. Στη φιλαρμονική του «Πούπουλου» συμμετείχαν μέλη των μουσικών οικογενειών Άτση και Βελιγδένη.
Στη Νάουσα το 1918-20 δημιουργήθηκε η φιλαρμονική των προσκόπων και αργότερα το 1924 η φιλαρμονική της «Αθηνάς».
Οι φιλαρμονικές της Βέροιας και της Νάουσας ήταν από τις πρώτες που δημιουργήθηκαν στο χώρο της κεντρικής Μακεδονίας. Η συμβολή τους στην ψυχαγωγία, τη μουσική παιδεία και την τόνωση του εθνικού φρονήματος των σκλαβωμένων ακόμη Ελλήνων της Μακεδονίας, ήταν ανεκτίμητη.
Χρήστος Ζάλιος
Καθ. Φυσικής Αγωγής
Νάουσα
Βιβλιογραφία – πηγές
  1. Αποστόλου Σπ. Στέργιος: Πτυχές από την Ιστορία των παραταξιακών αντιπαραθέσεων στη Νάουσα (1671-1918). Μακεδονικές Μελέτες, Νάουσα 1994.
2. Βαλσαμίδης Εμανουήλ: Ο κανονισμός του Πούπουλου. Περ. Νιάουστα τεύχος 10, 1980.
3. Βαλταδώρος Άγγελος: Η μουσική κίνηση στην παλιά Νάουσα. Αναμνήσεις, Νάουσα Μάρτιος 1992.
  1. Γκούτας Φ. Αχιλλέας: Η Νάουσα στον 19ο αιώνα. Θεσσαλονίκη 1999.
  2. Γούναρης Κ. Βασίλης, «Ο Μακεδονικός αγώνας μέσα από τις φωτογραφίες του 1904-1908. Ιερά Μητρόπολις Βέροιας, Ναούσης & Καμπανίας. Εκδόσεις Έφεσος.
  3. Ζάλιος Χρήστος, Φιλαρμονική Εταιρεία Ναούσης, Νάουσα 2005.
  4. Ζάλιος Χρήστος: Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες της Νάουσας από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Περιοδικό της Δ.Ο.Λ.Τ «Παράδοση και τέχνη» τ. 80. Μάρτιος-Απρίλιος 2005.
  5. Μητρόπολη Βέροιας (αρχείο).
  6. Σπανού Μαρία, Η ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ, Βόλος 2003.
  7. Φωνή Ναούσης, 26-5-1957.
  8. Χριστοδούλου Εμμ. Αναστάσιος, «Ιστορία της Βέροιας», Βέροια Μάρτιος 1960.
Υποσημειώσεις

[1] Ο Μουραμπάς ήταν παλιός Αθηναίος μαέστρος χορωδιών. Γεννήθηκε γύρω στα 1870. Αναφέρεται ότι συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και μετά τον εθνικό διχασμό εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ίδρυσε την ονομαστή ομώνυμη σχολή τραγουδιού η οποία διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι το 1930, στην οποία μαθήτευσαν πολλοί βετεράνοι χορωδοί της συμπρωτεύουσας, δεδομένου ότι τότε τα ωδεία δεν διατηρούσαν τάξεις μονωδίας. Το 1923 ο Μουραμπάς ίδρυσε στη σχολή του τη δική του ονομαστή Χορωδία. Αλλά ανέπτυξε δραστηριότητα και σε φιλαρμονικές της Μακεδονίας. Στη Νάουσα διετέλεσε αρχιμουσικός στη φιλαρμονική του Ευαγγελισμού και αργότερα στη φιλαρμονική των Προσκόπων.