ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΕΡΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ


Γαμήλια έθιμα στο Κρατερό

Ο γάμος είναι ένα έθιμο από τα πιο πλούσια σε τοπικό χρώμα και χαρακτήρα, με πολλή γραφικότητα, με άπειρες πατροπαράδοτες και πρωτότυπες συνήθειες και με μια ποικιλία δημοτικών τραγουδιών. Για τα χωριά είναι το μεγαλύτερο το πιο χαρμόσυνο γεγονός, γι' αυτό παίρνει έννοια τοπικού πανηγυρισμού, που σ' αυτό παίρνουν μέρος όλοι οι χωριανοί. Στη «Χαρά» βρίσκουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν και να χαρούν, να ξεφύγουν από τη μονότονη καθημερινή τους ζωή και γι' αυτό τον περιμένουν το γάμο, πάντα με ανυπομονησία και τον οργανώνουν με τον καλύτερο τρόπο, έτσι που να ευχαριστηθούν όλοι οι καλεσμένοι.
Στα παλαιά χρόνια, το ξέρουμε όλοι, τα παντρολογήματα γίνονταν πιο πολύ από τον πατέρα και λιγότερο από τη μάνα. Αυτοί διάλεγαν τη νύφη για το γιό τους και τον γαμπρό για την κόρη τους. Την εκλογή την έκανε ο πατέρας και τη δουλειά την αποτελείωνε ο προξενητής ή η προξενήτρα. Οι νέοι μάθαιναν στα ξαφνικά, ότι τους αρραβώνιασαν, με το τάδε παιδί ή με το τάδε κορίτσι, κι από την ντροπή τους κατακοκκίνιζαν, χαμήλωναν τα μάτια και δεν έφεραν αντίρρηση καμιά. Ότι έλεγε ο πατέρας κι όπως πρόσταζε το έθιμο και η συνήθεια του τόπου. Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι τηρούσαν με πίστη τα έθιμά τους, σαν δεύτερη θρησκεία.
Οι νέοι και οι νέες, λοιπόν, τόσο στη Φλώρινα, όσο και στα χωριά της, στην Κλαδοράχη, στη Νίκη, στο Παρόρι, στις Άνω Κλεινές, στην Αγία Παρασκευή και στο γραφικό Κρατερό, στο ζήτημα του γάμου, έπρεπε να συμμορφωθούν σύμφωνα με την απόφαση των γονιών τους.
Καλούσε ο πατέρας του γαμπρού τον προξενητή, που συνήθως ήταν συγγενής του κι αυτός έβαζε μπρος τη «δουλειά»:
- Ήρθα σταλμένος από τον τάδε, έλεγε στον πατέρα του κοριτσιού, και θέλει να δώσετε το κορίτσι σας στον γιο του.
Αν ο πατέρας της νύφης έβλεπε με «καλό μάτι» το προξενιό, άρχιζε η συμφωνία, το «παζάρεμα»
-Δέχομαι να δώσω το κορίτσι μου, αν μου δώσει ο γαμπρός τόσα χρήματα, τόσα ζευγάρια παπούτσια, τόσα παλτά κ.λ.π.

Έτρεχε ο προξενητής, τα ’λεγε στον πατέρα του γαμπρού κι εκείνος με τη σειρά του έκανε τα «παζάρια» του. Προσπαθούσε κάτι να κόψει απ' όλα όσα του ζητούσαν.
Ξαναπήγαινε ο προξενητής στον πατέρα του κοριτσιού έλεγε την επιθυμία του αυτή κι αν όπως προείπαμε έβλεπε «με καλό μάτι» το προξενιό, έκοβε κάτι, για να μη χαλάσει η «δουλειά», συμφωνούσε κι έδινε λόγο. Ετοίμαζαν κατόπι το «σημάδι», μια πετσέτα και τρία κέρματα τρύπια, τα στέλνε στον γαμπρό, κι ο γαμπρός τον κερνούσε. Ύστερα από τρεις τέσσερις εβδομάδες η πεθερά παράγγελνε στη νύφη να ετοιμάσει τα δώρα για τους συγγενείς, τσεμπέρια με ουρές, δηλαδή με κρόσσια για τις γυναίκες, για τους άντρες κάλτσες και για τον γαμπρό μια πετσέτα στολισμένη με κέρματα και ένα μαντίλι της τσέπης με ένα ναπολεόνι ή μια λίρα χρυσή. Όλα αυτά τα δώρα τα πήγαινε ο προξενητής, στο σπίτι του γαμπρού κι εκεί αμέσως τ' αραδιάζανε πάνω στο τραπέζι κι ύστερα φωνάζανε έναν-έναν τους συγγενείς να παραλάβουν τα δώρα τους, αλλά ν' αφήσουν ο καθένας τους και μερικά κέρματα για αντίδωρο.
Όλα κατόπι τα δώρα τα απλώνανε στο «τσαρδάκι (υπόστεγο) και φίλευαν τον προξενητή.
Τώρα είχε σειρά η πεθερά να στείλει τα δώρα της στη νύφη κι αυτά ήταν ένα μπουκέτο λουλούδια στολισμένο με κέρματα. Με τα δώρα της νύφης και της πεθεράς ο αρραβώνας ήταν τελειωμένος, ώσπου όμως να φτάσει η μέρα του γάμου θα περνούσαν δυο και τρεις μήνες, γιατί η νύφη έπρεπε να είναι έτοιμη, δηλαδή να ετοιμάσει τα δώρα της και τη φορεσιά της. Τη φορεσιά του γαμπρού την ετοίμαζε η μάνα του γιατί φοβούνταν τα μάγια, καθώς επίσης και τα δώρα που είχε τάξει.

Τα χρήματα που έταζε ο γαμπρός στη νύφη τα δίνανε με δόσεις κι όσα απόμειναν την παραμονή του γάμου. Από τα χρήματα, αυτά η νύφη ξόδευε για τα δώρα του γάμου της.
Την Πέμπτη, πριν από την Κυριακή του γάμου, ένα κορίτσι, που να ζούσαν και οι γονείς του, ζύμωνε τα κουλουράκια και μ' αυτά καλούσαν συγγενείς και φίλους. Ζύμωναν επίσης και δυο μπουγάτσες με τις οποίες προσκαλούσαν τον κουμπάρο και τον παρακούμπαρο. Στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν πολλά κορίτσια και με χαρές και τραγούδια πλέκανε την ψάθα:
«Δύο νέοι ερωτευτήκανε σε πράσινα λειβάδια εις την πηγή κοντά που τρέχουνε γάργαρα νερά».
Αφού τέλειωνε το πλέξιμο της ψάθας την έπαιρνε η πεθερά και πάνω της έστρωνε το πάπλωμα και μια κουβέρτα. Κατόπι οι συγγενείς του γαμπρού φέρνανε σιτάρι και το ’ριχναν πάνω στο πάπλωμα και στην κουβέρτα, ενώ η πεθερά έριχνε χρήματα και καραμέλες. Κατόπι τρία αγοράκια κι ένα κοριτσάκι ψάχνανε να βρούνε τις καραμέλες και τα χρήματα, που συμβόλιζαν μ' αυτά την τεκνοποίηση των νεόνυμφων. Μετά κι άλλα παιδιά κάνανε την ίδια δουλειά.
Το σιτάρι εκείνο που ρίχνανε πάνω στην ψάθα οι συγγενείς το πήγαιναν στο μύλο, το άλεθαν και μ' αυτό ζύμωναν το ψωμί για το γάμο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, τα κορίτσια που πλέξανε την ψάθα, φορούσαν τα άμορφα φορέματά τους, βάζανε μέσα σ' ωραίους χειροποίητους σάκους κεντημένους τα κουλουράκια και γυρνούσαν όλο το χωριά για να καλέσουν συγγενείς και φίλους στο γάμο. Το πρωί της Παρασκευής οι κουλουπτσήδες (υπηρέτες) πήγαιναν στα σπίτια του γαμπρού, και της νύφης για να προσφέρουν τη βοήθειά τους δηλαδή να σφάξουν τα βόδια και τα πρόβατα
για το τραπέζι του γάμου.

Το βράδυ της ίδιας μέρας στο σπίτι της νύφης το γλέντι ήταν τρικούβερτο. Γλεντούσαν τα νιάτα, αγόρια και κορίτσια που κάλεσε η νύφη.
Το Σάββατο οι «μπάμπες», μαγείρευαν τα πιο νόστιμα φαγητά για το γαμήλιο τραπέζι. Το βράδυ, πριν από το γλέντι, με ξύλινα παγούρια τώρα, καλούσαν συγγενείς και φίλους. Οι κουλουπτσήδες προσκαλούσαν τον κουμπάρο και παρακούμπαρο.
Όταν ήταν μαζεμένοι όλοι, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, όχι ορφανά, κοσκίνιζαν αλεύρι και ζύμωναν δύο μπουγάτσες. Το αγόρι ανακάτευε με ένα ξύλο που βάζανε στο ζυγό των ζώων τους κι έλεγε: «στεριωμένα».
Από το ζυμάρι που θα γίνονταν η μπουγάτσα εκείνη, παίρνανε ένα κομμάτι βάζανε μέσα ένα παρά και το έψηναν. Το ψημένο αυτό κουλουράκι με τον παρά το σπάζανε μετά το φαγητά, το μοίραζαν στους καλεσμένους κι όποιος έβρισκε τον παρά, αν μεν ήταν άντρας σήμαινε πως ο γαμπρός ήταν τυχερός, αν ήταν γυναίκα τότε τυχερή θα ήταν η νύφη.
Ώσπου, να στρωθεί το τραπέζι, ο κουμπάρος και παρακούμπαρος ξύριζαν τον γαμπρό, οπότε οι καλεσμένοι ρίχνανε χρήματα στην πετσέτα και τα όργανα έπαιζαν το σχετικό τραγούδι.
Η διασκέδαση διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα, με φαγοπότι και τραγούδι και χορό, οπότε φτάνανε άνθρωποι από το σπίτι της νύφης και τους καλούσαν για τη συνέχεια εκεί. Στο δρόμο αγόρια και κορίτσια πασπαλίζονταν με αλεύρι κι όλα πειράζονταν, γελούσαν και χαριεντίζονταν.

Στο σπίτι της νύφης το γλέντι κρατούσε λίγο γιατί οι γλεντοκόποι ξαναγύριζαν στο σπίτι του γαμπρού για να διαλυθούν τότε μόνο, όταν ο κουμπάρος θα έδινε το σύνθημα.
Φεύγανε τότε όλοι, εκτός από τους κουλουπτσήδες που κατά το διάστημα της νύχτας ετοίμαζαν τα φαγητά της επομένης της Κυριακής.
Νέα πρόσκληση πάλι του κουμπάρου και παρακούμπαρου το πρωί της Κυριακής του γάμου, από τους κουλουπτσήδες για το πρωινό τραπέζι, και προετοιμασία για να πάρουν τη νύφη.
Πριν πάνε να πάρουν τη νύφη, ο πατέρας του γαμπρού κάθεται στην αυλή του σπιτιού του, κρατάει δυο ψωμιά, αλάτι και κρασί. Πίνει από το κρασί και φυσάει τρεις φορές σκορπίζει δηλ. την τύχη, πίνει κατόπι ο κουμπάρος και παρακούμπαρος. Πατέρας και μάνα μοιράζουν δώρα (κέρματα), καθώς και οι καλεσμένες γυναίκες. Φιλάει ο γαμπρός το χέρι του πατέρα του και της μάνας του κι ο προξενητής δείχνει το δρόμο οπότε η πομπή ξεκινά.
Μπροστά μπροστά πάνε δυο κοριτσάκια (όχι ορφανά) κρατώντας δυο μπουγάτσες, ακολουθούν τα όργανα, ο κουμπάρος, παρακούμπαρος, ο γαμπρός και οι άλλοι συγγενείς καιοι φίλοι.
Φθάνανε στο σπίτι της νύφης κι όταν ανέβαιναν τα σκαλιά του σπιτιού της δίνανε σ' αυτήν ατό το παράθυρο ένα κόσκινο και ένα δαχτυλίδι, για να δει τον γαμπρό από το κόσκινο. Στρώνανε το τραπέζι κι ο πατέρας της εκ μέρους του γαμπρού της έδινε παπούτσια, αλλά αυτή έκανε πως δεν τα θέλει και τα γυρνούσε πίσω.
- Αυτά που βλέπεις και θα τα φορέσεις για να πας στο γάμο, είναι αγορασμένα από τη…Φλώρινα.
-Δεν τα Θέλω, απαντούσε η κόρη.
- Αυτά είναι απ' τη Θεσσαλονίκη, της λέει ξαναδίνοντάς της τα ίδια.
-Όχι δεν τα θέλω.
Αφού κάνει μια χειρονομία ο παρακούμπαρος ότι δήθεν παίρνει ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια, της ξαναδίνει πάλι τα ίδια και της λέει:
-Αυτά είναι από τον γαμπρό! Μάααααλιστα. Μάαααααλιστα, αυτά μου ταιριάζουν, αυτά είναι καλά, τα θέλω.
Πανέτοιμη πια η νύφη με την ωραία της φορεσιά και τα στολίδια της οδηγούνταν από μια συγγενή της γυναίκα στον πεθερό της, του φιλούσε το χέρι και του πρόσφερε μια πετσέτα. Το ίδιο έκανε και στην πεθερά, που με τη σειρά της τώρα αυτή άδειαζε στην ποδιά της νύφης της μια σακούλα με κουφέτα, τα οποία κατόπι μάζευαν με το κόσκινο.
Μπροστά στους συμπεθέρους είχαν αφημένο ένα ψωμί με ένα σταυρό πάνω του από βασιλικό και τρεις παράδες. Αφού φιλιούνταν οι δυο συμπέθεροι, σπάζανε το ψωμί στα δυο κι όποιος τύχαινε να πάρει το πιο μεγάλο κομμάτι ήταν ο τυχερός. Τον βασιλικό κατόπι τον δίνανε στη νύφη για να τον βάλει στο μπαούλο της με τα ρούχα. Άλλαζαν δώρα οι συγγενείς, τα λαϊκά όργανα παίζανε τα λυπητερά τραγούδια του αποχωρισμού και στήνονταν στην αυλή του σπιτιού για το χορό, πριν ξεκινήσουν για τη στέψη στην εκκλησία. Χόρευε ο γαμπρός με τον κουμπάρο και η νύφη με τους γονείς της. Περνούσαν τις μπουγάτσες του γαμπρού από το κεφάλι των δύο μελλονύμφων και ξεκινούσαν για τη στέψη.
Μπροστά πήγαιναν οι συγγενείς του γαμπρού και κατόπι ακολουθούσαν οι συγγενείς της νύφης. Την ώρα που έφευγε η νύφη για την εκκλησία, την ίδια ώρα έπρεπε να φύγουν τα προικιά της για το σπίτι του γαμπρού.
Στα πιο παλιά χρόνια η στέψη γίνονταν στο σπίτι, οπότε οι νεόνυμφοι έπαιρναν θέση κοντά σ' ένα βαρέλι. Μπροστά από τη γαμήλια πομπή προχωρούσε ένα παιδάκι και η σημαία με ένα μήλο.
Μετά τη στέψη στο σπίτι του γαμπρού παρουσίαζαν στη νύφη δύο αγόρια και ένα κορίτσι κι εκείνη τα δώριζε κάλτσες και από ένα κουλούρι. O γαμπρός έδειχνε την προίκα στον παρακούμπαρο κι εκείνος κρατούσε μια πετσέτα, με την οποία έπαιρνε τη νύφη και την όπως την οδηγούσε μέσα, σταύρωνε την πόρτα με βούτυρο και με ζάχαρη, για νάνε γλυκιά σαν ζάχαρη και μαλακιά σαν το βούτυρο. Της δίνανε κι ένα αυγό, για να γεννάει σαν την κότα και της χτυπούσαν το κεφάλι στο τζάκι του σπιτιού, για να ’ναι προσηλωμένη στο νοικοκυριό της. Κατόπιν χτυπούσαν κι όλους τους «κουλουπτσήδες». Ύστερα απ' όλα αυτά πήγαιναν στο ποτάμι και προσκυνούσαν εννιά φορές το νερά, βάζανε ένα παρά στο πόδι του γαμπρού και έναν άλλο στο πόδι της νύφης, μπαίνανε μέσα στο ποτάμι και προσπαθούσαν κατόπι να βρούνε τους παράδες. Γεμίζανε νερό ένα σταμνί, αλλά οι «κουλουπτσήδες» κερνούσαν όλους κρασί και τυρί. Φεύγανε κατόπι για την πλατεία του χωριού όπου η νύφη Φιλούσε τα χέρια των χωριανών.
Στο σπίτι του γαμπρού, τώρα οι «κουλουπτσήδες» ( υπηρέτες) ντυμένοι καρναβάλια, με ένα κοκόρι στο χέρι είχαν τοποθετήσει στη σκάλα του σπιτιού ένα αλέτρι, ένα ζυγό, ένα τηγάνι, μια κούνια κι ένα κόσκινο. Οι δυο αυτοί μασκαρεμένοι υπηρέτες παρίσταναν τους νεόνυμφους και το κοκόρι το μικρό παιδί. Από όσα λοιπόν είναι αφημένα στη σκάλα, έπαιρνε καθένας υπηρέτης τα δικά του, έπαιζαν και διασκέδαζαν. Στο κόσκινο μέσα ρίχνουν παράδες και στο τηγάνι πίτουρα και στάχτη και κάνουν πως μαγειρεύουν. Φώναζαν το γαμπρό να πιάσει το ζυγό και το αλέτρι, η νύφη του έριχνε νερό και έπιανε τα δικά της το κόσκινο, την κούνια και το τηγάνι. Δωρίζει κατόπι στον γαμπρό πουκάμισο.
Το πρωί της επόμενης ημέρας περίμεναν το πιο χαρμόσυνο γεγονός, της «παρθενιάς» το σημάδι, που το έπαιρναν σ' ένα σεντόνι ή κόσκινο, προσκαλούσαν με τσίπουρο τους κουμπάρους και το γιόρταζαν με «πόντσ» (τσίπουρο βραστό και γλυκό). Το γλυκό τσίπουρο δήλωνε την παρθενιά της νύφης. Εάν δεν ήταν γλυκύ, ήταν σημάδι ότι η νύφη δεν ήταν παρθένα, οπότε γίνονταν διαπόμπευσή της στο χωρίο. Την βάζανε καβάλα ανάποδα και την οδηγούσε ο γαμπρός στον πεθερά του.

Αν ήταν παρθένα τρισευτυχισμένος ο γαμπρός για την αγνότητα της νύφης έστελνε και ξανάστελνε μήλα στολισμένα με παράδες στον πεθερό του, ενώ η μάνα της νύφης, σ' ανταπόδοση, έστελνε κόκορα στολισμένο επίσης με παράδες. Δεν μπορούσε όμως ο γαμπρός να πάρει τον κόκορα εάν πρώτα δεν φιλοδώριζε τον κομιστή.
Πλούσιο τραπέζι ετοιμάζανε για τον γαμπρό και το συγγενολόι της νύφης και για ν 'ακουστεί στο χωριά ότι άρχιζε το καινούργιο τους νοικοκυριό, γαμπρός και νύφη σκούπιζαν αφού πρώτα κρεμούσαν στη σκούπα ένα κουδούνι.
Την Δευτέρα, μετά την Κυριακή του γάμου, στο σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς έφθαναν με τα δώρα τους, διάφορα σκεύη γεμάτα με καραμέλες, και φιλεύονταν, γλεντούσαν και χόρευαν ως αργά το βράδυ, οπότε γίνονταν το «ξεπροβόδισμα» όλων των συγγενών, φεύγανε και οι κουλουμπτσήδες. Πριν φύγουν όμως από το σπίτι του γαμπρού άρχιζε το «τάξιμο» για την υπηρεσία τους που πρόσφεραν σ' όλη τη διάρκεσα του γάμου. Εάν ο πεθερός και η πεθερά έδειχναν κάποιο δισταγμό τότε τους δένανε και τους κρεμούσαν από το ταβάνι του σπιτιού και τους «δίκαζαν» οι ίδιοι οι υπηρέτες, μέχρι που έταζαν πλούσια δώρο, κότες, λουκάνικα, φρούτα κ.λ.π. Μετά το «τάξιμο» τους έλυναν, παίρνανε τα «ταξίματα», τα ψήνανε και τα τρώγανε όλοι μαζί. Αυτό ήταν το τελευταίο τραπέζι του γάμου.
Την άλλη Κυριακή, μετά το γάμο, ο γαμπρός και η νύφη πηγαίνανε και κοιμούνταν στο σπίτι της μητέρας της, εκεί έρχονταν όλο το συγγενολόι του γαμπρού και φιλεύονταν πλουσιοπάροχα. Την Δευτέρα, η πεθερά, έβαζε τη νύφη της να ζυμώσει ένα ψωμί γλυκό με ζάχαρη και την επόμενη Κυριακή γίνονταν τα «επιστρόφια» στο σπίτι του γαμπρού, οπότε καλεσμένο ήταν όλο το συγγενολόι της νύφης και φιλεύονταν σε πλούσιο τραπέζι κι ο γάμος τέλειωνε.



Ιφιγένεια Διδασκάλου