ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΣΤΑ ΠΙΕΡΙΑ



Γενικά, η  φορεσιά στα Πιέρια δεν διέφερε και πολύ από χωριό σε χωριό. Απλά υπήρχαν κάποιες παραλλαγές. Η φορεσιά  ήταν φτωχή, πράγμα που υποδεικνύει και την κοινωνία του χωριού, αφού οι περισσότεροι ήταν φτωχοί αγρότες, κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι, τεχνίτες κλπ. Ήταν φτιαγμένη, όμως, με μεράκι και καλαισθησία. Συνήθως τα υφάσματα ήταν υφαντά στον αργαλειό. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι όλα τα ρούχα που φορούσαν ήταν έργο των χεριών τους παλιά. Κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του και εκεί ύφαινε τα υφαντά της η οικοδέσποινα και τα προικιά της η ανύπαντρη κοπέλα. Οι βελέντζες, τα προκόβια, τα σκουτιά και όλα τα άλλα μάλλινα υφάσματα από τον αργαλειό θα περνούσαν να χτυπηθούν στα μπατάνια για να καταλήξουν στον φραγκοράφτη, όπου θα γίνει το κοστούμι. Θα αναλύσουμε στη συνέχεια τις φορεσιές των Ριζωμάτων, του Δασκίου και της Σφηκιάς.

Αντρική φορεσιά  σε όλα τα χωριά

Περίπου ίδια ήταν και η αντρική φορεσιά σε όλα χωριά. Απλά υπήρχαν διαφορές  περισσότερο στο χρώμα του πουκαμίσου.
Παλιά φορούσαν τη φουστανέλα την πλισεδάτη, με πολλές δίπλες (λαγιόλια), τα πουκάμισα με τα φαρδιά μανίκια, τα χολέβια με τις βουδέτες (πουδέτες).  Στο Δάσκιο   είχαν μια άσπρη πουκαμίσα  που έφτανε μέχρι τα γόνατα και η οποία από τη μέση και κάτω είχε λαγκιόλια (πτυχές) και τελείωνε ως φουστανέλα.  Πάνω από αυτή φορούσαν το μπενίσι ή τσαμαντάνι (γιλέκο), που ήταν καγκελοκεντημένο με χρυσό γύρο,  και με πυκνά επίχρυσα κουμπιά. Φανέλες μάλλινες είχαν μόνο για το χειμώνα. Το ζωνάρι ήταν  λευκό και κόκκινο για τους νέους και μαύρο για τους γέρους.
Για παπούτσια είχαν τα γουρουνοτσάρουχα για τις δουλειές και τα αγοραστά τσαρούχια με πρόκες και μαύρες φούντες για τις γιορτές. Οι νέοι δένανε στο λαιμό μια παρδαλή σερβέτα (μαντήλι). Ξυρίζονταν αραιά και άφηναν αφέλειες στα μαλλιά τους για παλικαροσύνη. Οι γέροι δεν ξυρίζονταν καθόλου. Η κάπα τον χειμώνα ήταν ο αχώριστος σύντροφός τους και στο κεφάλι παλιότερα είχαν το γνωστό φέσι που κατέληγε σε κόκκινη φούντα. Τον χειμώνα φορούσαν σαν παλτό το πάντο (από το επανωφόρι) που έφτανε ως το γόνατο.


 Από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα επικράτησε η κιλότα. Φόρεσαν  άσπρα, μαύρα πουκάμισα ή ριγέ, που κούμπωναν στον ώμο και είχαν μπροστά μεταλλικά κουμπάκια.  Η κιλότα  ήταν από μαύρο υφαντό. Κάτω από το γόνατο και πάνω από τη κιλότα φορούσαν τα σκουφούνια, που είχαν γύρισμα 3-4 εκατοστών, με κεντίδια «γράμματα» που τα έλεγαν «περηφάνιες» και τις στερέωναν με ένα μαύρο κορδόνι κάτω από το γόνατο, που στις άκρες του κρέμονταν δύο κόκκινες ή άσπρες φούντες. Το γιλέκο ήταν μαύρο, μυτερό ως τη μέση με κουμπιά και τσέπη χαμηλά για να βάζουν το ρολόι και είχε γαϊτάνια γύρω γύρω. Το ζωνάρι ήταν λευκό υφαντό με κρόσσια, κρεμαστό στη μια πλευρά. Στο κεφάλι φορούσαν  μαύρες τραγιάσκες και  στα πόδια φορούσαν γουρουνοτσάρουχα ή λαστιχωτά  παπούτσια, τσαρούχια με φούντα  ενώ τα «καλά»  ήταν δερμάτινα.




Γυναικεία φορεσιά στα Ριζώματα

Επάνω από το λευκό, βαμβακερό πουκάμισο με τα μαύρα κεντίδια στον ποδόγυρο, φορούσαν τον σαγιά, τον γεράνιο (βαθύ μπλε χρώμα) τέσσερα δάχτυλα κοντύτερο από το πουκάμισο (Ο νυφιάτικος σαγιάς ήταν άσπρος). Το μανίκι του σαγιά ήταν μέχρι τον αγκώνα κι από εκεί έβγαινε το μανικάκι πολύχρωμο, λουλουδάτο, σουρωτό, με στενή μανσέτα. Το στήθος το κάλυπτε μια λεπτή μονοκόμματη τραχηλιά  άσπρη δεμένη  πίσω στο λαιμό και με κεντήματα ψιλά στο τελείωμα.. Τα τριγωνικά διπλώματα, τα λεγόμενα μαγκλίκια, ήταν ντυμένα με βελούδο μαύρο με κεντήματα γύρω - γύρω πολύχρωμα με πούλιες χρωματιστές ή σχέδια από ύφασμα άλλου χρώματος, φεγγαρωτά, κεντημένα γύρω γύρω με μεταξωτή κλωστή.  
Φορούσαν σκουφούνια άσπρα με σχέδια χρωματιστά στις μύτες και τις φτέρνες «περήφανα». Το ζωνάρι το καθημερινό ήταν μαύρο, μάλλινο με ρίγες σε διάφορα χρώματα και το επίσημο ήταν κεντημένο με πούλιες. Η ποδιά είχε κεντήματα στον αργαλειό. Το γιλέκο ήταν τσόχινο, μάλλινο με χρυσοκεντίδια. Στο κεφάλι, πολύ παλιά φορούσαν κατσιούλι, αλλα αργότερα μαντήλα.

Μια νεότερη φορεσιά της γυναίκας μετά τον σαγιά ήταν το φουστάνι, που το έλεγαν καμπαρτίνα, από ύφασμα όχι μάλλινο αλλά λίγο χοντρό, μονόχρωμο. Από την λαιμουδιά άρχιζε μια φαρδιά, μαύρη βελούδινη φάσα κάθετη από τον λαιμό ως τη μέση, με κουμπάκια βελούδινα. Η φούστα είχε  πιέτες φαρδιές και 2-3 βελούδινες φάσες στο ποδόγυρο και το μανίκι. Η ποδιά ήταν επίσης διαφορετική σε άλλο χρώμα κι άλλο ύφασμα από το φουστάνι, μπορεί και μεταξωτή με μικρά πιετάκια γύρω-γύρω, κι εκεί που συνδέονταν με την ποδιά ένα λεπτό ρέλι από βελούδο ή σιρίτι.


 Στο κεφάλι φορούσαν τσίπα, δεμένη στο πλάι, χρωματιστή «μεταξωτά» τα «λέγαμε». Από τον ώμο πιασμένη μια αλυσίδα χρυσή, κρέμονταν στο στήθος με μεγάλο φλουρί στη μέση και δεξιά-αριστερά από τρία μικρότερα ακόμα κρέμονταν αλυσιδάκια με μισούλια (μισές δραχμές) και κοψάδες(=καρφίτσες). Οι αρραβωνιασμένες και οι νέες παντρεμένες γυναίκες έβαζαν λουλούδια στο κεφάλι τους. Τη νύφη την στόλιζαν με την ίδια ενδυμασία, βάζοντας επιπλέον ένα καθρεφτάκι στο στήθος, περισσότερες κορδέλες και ψεύτικες κοτσίδες στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Η κάθε μια γυναίκα επέλεγε το χρώμα που της άρεζε για το φόρεμά της. Προτιμούσαν τα βελούδινα περισσότερο, βυσσινί, πράσινα, κόκκινα, μπλε, καφέ και μαύρα χρώματα. Δεν ήταν, δηλαδή, όλα τα φορέματα στο ίδιο χρώμα. Οι ποδιές ήταν συνήθως σε ροζ χρώμα.

Στο Δάσκιο η γυναικεία φορεσιά αποτελούνταν από ένα μακρύ άσπρο φόρεμα, τον σαγιά, και το κατσιούλι (ένα άσπρο πανί τυλιγμένο στο κεφάλι σε σχήμα κώνου). Το  κατσιούλι, μετά την απελευθέρωση (1912), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις μαντίλες. Στα χέρια είχαν κεντητά μανικάκια και στα στήθια φορούσαν την κεντημένη τραχηλιά. Μπροστά και κάτω από την μέση είχαν την κεντημένη ποδιά, στα πόδια φορούσαν σκουφούνια και για παπούτσια είχαν πέτσινα τσαρούχια και, τέλος, στολίζονταν με σκουλαρίκια στα αυτιά, μπιλιτζέκια στα χέρια, με πλεξούδες στην πλάτη, και με μπούρλες στο λαιμό, στα στήθια και στη μέση. Τα τελευταία χρόνια δεν βλέπουμε τον σαγιά αλλά μόνο ένα φουστάνι με ποδιά  και το μαντήλι, όπως  περίπου  τα περιγράψαμε  στην γυναικεία φορεσιά των Ριζωμάτων.

Αναλυτική περιγραφή  γυναικείας  φορεσιάς της  Σφηκιάς

Το ίδιο περίπου παρατηρείται και στη γυναικεία φορεσιά της Σφηκιάς. Πρώτα φορούσαν τα βρακιά από πανί υφαντό και στη μέση στηρίζονταν με βρακοζούνες. Πάνω από το βρακί φορούσαν το πουκάμισο από πανί άσπρο μακρύ ως κάτω και  φαρδύ με λαγκιόλια (πιέτες). Το μανίκι ήταν φαρδύ και μακρύ με μικρά πιετάκια στο κάτω μέρος κι έκλεινε με φόλα (κουμπί). Ο γιακάς ήταν σηκωμένος και είχε άνοιγμα με κουμπιά. Τα πουκάμισα, που ήταν μακριά ως τη μέση της γάμπας και βαμβακερά, τα κεντούσανε στα τελάρα με μάλλινη κλωστή, βαμμένη σε κόκκινο ή μαύρο. Το κέντημα ήταν συνήθως  παταρές (βούλες και ψιλά ανθάκια). Γύρω στον ποδόγυρο έραβαν και  μια πλεχτή στο χέρι δαντέλα με χάντρες και πούλιες.


 Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν τη μάλλινη φούστα 3-4 δάχτυλα πιο κοντή σε χρώμα κόκκινο ή ότι άλλο χρώμα ήθελε η κάθε μια. Ήταν υφαντή στον αργαλειό, αμάνικη και στο κάτω μέρος της  έραβαν δύο φάσες 2 δάχτυλα φαρδιές από βελούδο μαύρο ή άλλο χρώμα σε μικρή απόσταση η μια από την άλλη.

Πάνω στην φούστα φορούσαν τον σαγιά, που ήταν γεράνιος (είδος χρώματος μπλε), υφασμένος στον αργαλειό, με  μανίκια ως τον αγκώνα. Ήταν κομμένος στη μέση, δηλαδή εφαρμοστός, και ήταν κοντύτερος από τη φούστα. Έτσι, κάτω από τον σαγιά φαινότανε πρώτα η φούστα και πιο κάτω το πουκάμισο. Ο σαγιάς ήταν ανοιχτός μπροστά στο στήθος κι από μέσα φόραγαν την τραχηλιά, μονοκόμματη με φιτιλάκι, άσπρη από χασέ. Έδενε πίσω στο λαιμό και σούρωνε μπροστά. Στο κάτω μέρος ο σαγιάς ήτανε σχιστός κι είχε  μαγκλίκια (γωνίες) που τις ανοίγανε, τις φέρνανε πίσω και τις πιάνανε στη μέση. Ήταν ντυμένες με βελούδο, κεντημένο με πούλιες και καγκέλια με χρυσοκλωστές. Κάτω από τα μανίκια του σαγιά έβγαιναν τα μπρουμάνικα τα κεντημένα. Ήταν πλεχτά, λευκά κι είχαν μια φάσα με ρίγες σε διάφορα χρώματα.
Στη μέση φορούσαν ζωνάρι φαρδύ, υφαντό που είχε πάνω του κομμάτι μαύρο βελούδο, κεντημένο στο χέρι με λουλούδια, σταυρούς, καγκέλια και πούλιες. Πάνω από τον σαγιά φορούσανε το γιλέκο από μαύρο χοντρό ύφασμα, αμάνικο, μέχρι την μέση, που κούμπωνε με ασημένια κότσα κάτω από το στήθος, με χαμηλή λαιμουδιά και ήταν κι αυτό κεντημένο με χρυσοκλωστές και κλωστάρια (γαϊτάνια). Αυτό το έλεγαν τσαμαντάνι. Για το κρύο φορούσαν γελέκια πιο μακριά από ρούχο (καλή τσόχα) με φλόκα από μέσα, κεντημένα κι αυτά με χρυσοκλωστές και κλωστάρια.
Φορούσαν επίσης ποδιά, που την έλεγαν τσόλα, μάλλινη υφαντή με διάφορα σχέδια στον αργαλειό. Κάλτσες μάλλινες, τα σκουφούνια, άσπρες με σχέδια χρωματιστά στην πλέξη. Στο κεφάλι φορούσαν μαντήλες με κρόσσια σπαλιέτα ή τσίπες με σχέδια λουλούδια, συνήθως.
Η νυφιάτικη φορεσιά ήταν η ίδια με την διαφορά πως το πουκάμισο είχε πιο πολλά κεντήματα με καγκέλια και ανθάκια, ο σαγιάς ήταν άσπρος με τα μαγκλίκια κεντημένα. Τα σκουφούνια ήταν κεντημένα στις μύτες και τις φτέρνες και τα παπούτσια ήταν μποτίνια με 3 κουμπιά. Στο κεφάλι παλιά οι νύφες φορούσαν κατσιούλι  άσπρο στην κορυφή με μια μεσσάλα (μαντήλα) άσπρη, που έδενε κάτω από το λαιμό. Μετά τα πέταξαν τα κατσιούλια και έβαλαν μαντήλες. Το γιλέκο ήταν κεντημένο με γαϊτάνι και πούλιες. Στο μέτωπο ήταν στερεωμένο το κόκκινο πέπλο με κόκκινη  κλωστή που είχε περασμένες ιτρές κοντές, μακριές στα πλάγια, άλλες απλές κι άλλες στριφτές με δεκάρες στην άκρη. Επίσης, στολίζανε το κεφάλι με πολλά λουλούδια αγοραστά.
Τα κοσμήματα της νύφης ήταν κιουστέκια, αλυσίδες με φλουριά, σκουλαρίκια, μπουρλιές, ασημομάχαιρα  πάνω από την ποδιά κ.α.

Πηγές :
1) Συνεντεύξεις από ντόπιους
2) Ημαθία Ερατεινή Λαογραφικά Ημαθίας εκδ. Λυκείου Ελληνίδων Βεροίας- Δάσκιον.
3) Ιστορία Λαογραφία  Ε. Στεφανόπουλου, διασκευή  Α. Τζαφερόπουλου.



Γιάννης Τσιαμήτρος
Εκπ/κός - χοροδιδάσκαλος