ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ



Οι ρίζες του δημοτικού τραγουδιού όσο και αν αυτό φαίνεται ότι είναι δημιούργημα των νεώτερων χρόνων, προχωρούν βαθειά στο παρελθόν. Κατά την άποψη των Φ. Ανωγειανάκη  και Στ. Κυριακίδη οι αρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού ανιχνεύονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και συγκεκριμένα στις ορχηστικές και παντομιμικές παραστάσεις, (τραγικός παντόμιμος-παράδοση θεάτρου) όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα στις νέες κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες ύστερα από τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Οι αρχές του δημοτικού τραγουδιού είναι ένα πρόβλημα με πολλές αφώτιστες ακόμη πλευρές και η προσπάθεια να ορίσουμε την εποχή της πρώτης τους σύνθεσης είναι και μάταιη και χωρίς επιστημονική σημασία. Ωστόσο  με βάση τα αδιαμφισβήτητα πορίσματα πάνω στο πρόβλημα, οι χρονολογίες που σημαδεύουν την εξέλιξη του δημοτικού τραγουδιού είναι η δημιουργία του ακριτικού τραγουδιού στον 9ο και 10ο αιώνα στις ανατολικές άκρες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η άνθηση του ερωτικού τραγουδιού στα νησιά του Αιγαίου και της Κρήτης τον 15ο και 16ο αιώνα και η γέννηση του κλέφτικου τραγουδιού στην ηπειρωτική Ελλάδα μέσα στον 18ο αιώνα.

Ο C. Fauriel μας λέει: «Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν μια δημοτική ποίηση με όλη τη σημασία της λέξης, ακριβή και αληθή έκφραση του χαρακτήρα και της πνευματικής ανάπτυξης του Έθνους, την οποία κάθε Έλληνας αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αγαπά. Ο κλάδος αυτός της ζωντανής ελληνικής ποίησης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί σε αυτόν μόνο βρίσκουμε τα περισσότερα στοιχεία των πεποιθήσεων και δεισιδαιμονιών, τα οποία οι αρχαίοι Έλληνες κληροδότησαν στους απογόνους τους. Τα σύγχρονα δημοτικά τραγούδια προήλθαν από την συνεχή μεταβολή των αρχαίων»   Η άποψη αυτή του Fauriel, αν και ορθή ως προς τις γενικές της αρχές, δεν μπορούσε στην εποχή του να στηριχθεί επαρκώς γιατί το αποδεικτικό υλικό που είχε στη διάθεσή του ήταν περιορισμένο.

Από τις έρευνες άλλων  σπουδαίων Ελλήνων  λαογράφων, όπως των Νικ. Πολίτη, Στιλ. Κυριακίδη, Γ. Μέγα, Γ. Σπυριδάκη, αποδείχθηκε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλά λαϊκά τραγούδια που συνήθιζαν να τραγουδούν στην εργασία, τις γιορτές και τις κάθε λογής λαϊκές εκδηλώσεις τους. (o Ιμαίος, το τραγούδι των μυλωνάδων, ο αίλινος, το τραγούδι του αργαλειού, ο ίουλος, το τραγούδι του θέρου,  ο λίνος το τραγούδι του τρυγητού, το επιλήνιον, το τραγούδι κατά το πάτημα των σταφυλιών στο ληνόν = πατητήρι, ο βουκολιασμός, το τραγούδι των βοσκών,  η ύπαρξη «αγυρτικών» τραγουδιών από την εποχή του Ομήρου ακόμα   με αποτρεπτικό ή ευχετικό χαρακτήρα σχετικά με το μαρασμό και την αναγέννηση της φύσης όπως το τραγούδι Ειρεσιώνης στη Σάμο το Χελιδόνισμα στη Ρόδο  που τα βλέπουμε στα εποχικά νεοελληνικά τραγούδια κα στα κάλαντα, τα σκόλια αυτοσχέδια συμποσιακά τραγούδια, οι Καταβαυκαλήσεις δηλ αρχαία νανουρίσματα, η αλήτης τραγούδι στο παιχνίδι της κούνιας, ο ολοφυρμός-μοιρολόι πάνω στο νεκρό, οι κώμοι - τραγούδια σατιρικά στις γιορτές του Διόνυσου και άλλα πολλά).

Από τα τραγούδια αυτά ελάχιστα διασώθηκαν. Επίσης ως αξιόλογα στοιχεία που αποδεικνύουν τη σχέση με την αρχαιότητα, ο Στ. Κυριακίδης θεωρεί τα εξής:
Οι  λέξεις "τραγούδι", "παραλογή" και "καταλόγι". Η λέξη "τραγούδι" προέρχεται από τη λέξη "τραγωδία" η οποία ήδη από τον 10ο αιώνα μ.Χ. είχε λάβει τη σημασία του άσματος (τραγουδιού) ενώ η λέξη "παραλογή" ετυμολογείται πιθανότατα από την "παρακαταλογή" που δήλωνε είδος μελοδραματικής απαγγελίας. Η λέξη "καταλόγι" που σήμερα κατά περιοχές έχει διάφορες σημασίες όπως λ.χ. μοιρολόι, δίστιχο, "παροιμία", προέρχεται από την αρχαία λέξη "καταλογή" (ρήμα = καταλέγω) που σήμαινε αφήγηση, τραγούδι, μελωδική απαγγελία.
Οι  υποθέσεις μερικών τραγουδιών των οποίων ο πυρήνας θυμίζει αρχαίους μύθους συνηθισμένους στο θέατρο. Έτσι λ.χ. το θέμα του τραγουδιού "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου" που είναι διαδεδομένο στην ποίηση των ευρωπαϊκών λαών, έχει σχέση με το επεισόδιο της αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη.
Η χρησιμοποίηση του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού στίχου που πιθανότατα είναι εξέλιξη του αρχαίου ιαμβικού καταληκτικού τετράμετρου.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΓΚΑΙΝΤΑ ΠΙΕΡΙΩΝ




Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε στην γκάιντα των Πιερίων, ένα πανάρχαιο όργανο που τείνει να εκλείψει. Οι σημερινοί γκαϊντατζήδες στα Ημαθιώτικα Πιέρια μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού και είμαστε όλοι υπεύθυνοι (ιδιαίτερα οι πολιτιστικοί και πολιτικοί φορείς της Βέροιας αλλά και του δήμου Μακεδονίδος) για την επικείμενη εξαφάνιση αυτού του οργάνου. Κρούω τον κώδωνα του κινδύνου πριν είναι τελείως αργά.


Η γκάιντα Πιερίων είναι ένας τύπος  άσκαυλου (αρχαία ονομασία) και ανήκει στα αερόφωνα όργανα. Φτιάχνεται συνήθως από αυτόν που την παίζει. Είναι συνήθως μεγάλου μεγέθους και αποτελείται από το ασκί, το επιστόμιο και δύο αυλούς (κοντό και μεγάλο). Η γκάιντα των Πιερίων είναι συνήθως μεγαλύτερη από όλες τις γκάιντες της ηπειρωτικής Ελλάδας και ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη από την  νησιώτικη τσαμπούνα.

Το ασκί που το λένε τομάρι φτιάχνεται ως εξής : Χρησιμοποιείται συνήθως δέρμα γίδας και σπάνια προβάτου. Το δέρμα πρέπει να είναι ολόκληρο και όχι σχισμένο. Το νωπό αυτό δέρμα δέχεται μια  ειδική επεξεργασία για να μη σαπίσει και για να είναι μαλακό και άσπρο περίπου όταν ξεραθεί. Νωπό όπως είναι, κι έπειτα από πρόχειρο πλύσιμο, το αλατίζουν, όχι το τριχωτό μέρος του δέρματος  αλλά το εσωτερικό, δηλαδή την επιφάνεια προς την σάρκα, αφού πρώτα ψαλιδίσουν το τριχωτό μέρος. Με το αλάτισμα το τομάρι «σφίγγει» και καθαρίζει από το λίπος Δεν πρέπει να κόψουν την τρίχα σίρριζα, αφήνουν 1 με 1,5εκ μήκος έτσι ώστε το κοντό μαλλί  να βοηθάει να μείνουν κλειστοί οι πόροι. Επίσης το κοντό μαλλί (χνούδι) συγκρατεί το χνότο και το σάλιο του γκαϊτατζή και διατηρεί το τομάρι μαλακό. Αφού τελειώσει η επεξεργασία δένουν  το επιστόμιο και τους δύο αυλούς προσεκτικά. Στο ένα πόδι δένεται το επιστόμιο (φυσητάρι) στο άλλο πόδι δένεται  ο μεγάλος αυλός (ζουρνάς) και στο λαιμό δένεται ο κοντός αυλός(φλογέρα). Ανάμεσα στους αυλούς και το τομάρι εφαρμόζονται κόκαλα. Αν δεν υπάρχουν κόκαλα τότε βάζουν ξύλο. Το επεξεργασμένο όμως κόκαλο είναι καλύτερο γιατί δεν φεύγει καθόλου αέρας.

Το είδος του ξύλου  από το οποίο φτιάχνονται τα προηγούμενα εξαρτήματα της γκάιντας  είναι το πυξάρι και συνήθως το βρίσκουν στην περιοχή Ελατοχωρίου και την περιοχή της Νάουσας. Με αυτό το ξύλο φτιάχνουν και τις γκλίτσες γιατί είναι όμορφο μετά  την επεξεργασία. Αφού κόβουν το ξύλο  το αφήνουν να ξεραθεί και μετά το τρυπάνε με τρυπάνι ή με «ματκά» (με αρίδα). Έπειτα το πελεκάνε με το σκεπάρνι και με τον ξυλοφάγο το κάνουν λιανό. Έτσι κάνουν την «φλογέρα» (κοντό αυλό), το «φυσητάρι» (επιστόμιο) και τον «ζουρνά» (μεγάλο αυλό).

Φλογέρα. Αφού κάνουν τα σχέδια με το μαχαίρι επάνω της και την γυαλίσουν με  γυαλόχαρτο  κάνουν τις τρύπες με το «τρυπτάρι» (ψιλό μαχαίρι). Οι τρύπες είναι  8 (7 μπροστά και 1 πίσω – ουδέτερη). Η πρώτη από πάνω είναι η μικρότερη στην οποία  σφηνώνουνε  στο άνοιγμά της  ένα σωληνάκι συνήθως από  φτερό  κότας («μουμούδι» το λένε). Η δεύτερη τρύπα είναι μεγαλύτερη η τρίτη είναι μικρότερη, η τέταρτη μεγαλύτερη, η πέμπτη μικρότερη και από την τρίτη, η έκτη και η έβδομη μεγαλύτερες. Στο κάτω μέρος της  μπαίνει επίσης κόκαλο από βουβάλι ή βόδι  το οποίο λέγεται «κλωτσοτάρι» και  είναι  λίγο «γυριστό».

Ο μικρός κυλινδρικός  σωλήνας που προσαρμόζεται στο πάνω μέρος της φλογέρας λέγεται «τσαμπούνα» και φτιάχνεται από καλάμι. Έχει γύρω στα 5 εκατοστά μήκος. Στην εξωτερική του επιφάνεια με  ένα μικρό μαχαιράκι γίνεται μια σχισμή και δημιουργείται ένα γλωσσίδι, «πεταλάκι» το λένε. Τότε ο γκαϊντατζής το δοκιμάζει και εάν βγάλει τη «φωνή» που θέλει  είναι εντάξει η τσαμπούνα. Μετά τυλίγεται η μια άκρη  της τσαμπούνας με κλωστή (ράμμα) και εφαρμόζει μέσα στη φλογέρα η οποία είναι πλέον έτοιμη να παίξει.

Το επιστόμιο «φυσητάρι» όπως το λένε είναι ένας κυλινδρικός σωλήνας από  ξύλο συνήθως από το οποίο φυσάει ο γκαϊντατζής και γεμίζει το τομάρι με αέρα και έχει μήκος από 15 εκατοστά. Η βαλβίδα που εμποδίζει να φύγει ο αέρας όταν ο γκαϊντατζής σταματάει να φυσάει λέγεται πετσάκι.


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Τρώει και πίνει ο αφέντης μου

Τρεις φίλοι συντροφιάσανε

Παιδιά μ΄σα θέλτε λεβεντιά

Τα κορίτσια μπρε μπρε μπρε

Απο τα μικρά μου χρόνια

Στασούδα μ΄ δεν αντρώνεσαι

Ξένε στα ξένα πως περνάς

Μπίμπαση γαμπρόν

Μπιζέρισα βαρέθηκα

Μια Παρασκευή

Μια μέρα ήταν σχόλη

Μια Κυριακή κι μια γιουρτή

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Μελικές

Μαύρο γεμενί

Μαριγώ

Μαρία

Μαρη καλή γειτόνισσα

Μάνα και γιος