ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ



Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ (ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ)



Του Χρήστου Σ. Ζάλιου

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νιάουστα, αρ. τεύχους 138, Ιανουάριος-Απρίλιος 2012)

Στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την έλευση των Ποντίων, στα χωριά του κάμπου της Νάουσας οι ντόπιοι κάτοικοι διατηρούσαν πολύ ζωντανά τα δικά τους ήθη και έθιμα. Η παραδοσιακή φορεσιά των κατοίκων και ειδικά η γυναικεία επίσημη φορεσιά, ήταν αυτή που έχει καταγραφεί από τους ερευνητές ως «παραδοσιακή φορεσιά Επισκοπής».

Νυφική φορεσιά Επισκοπής (φωτ.Παπαντωνίου Ι. 1992)

Η εντυπωσιακή αυτή φορεσιά βέβαια δεν ανήκε μόνο στην Επισκοπή όπου πιθανότατα την εντόπισε για πρώτη φορά κάποιος από τους παλιούς ερευνητές και έτσι της έμεινε ο χαρακτηρισμός «φορεσιά Επισκοπής», αλλά στους κατοίκους μιας ομάδας 12 περίπου χωριών που αποτελούν τα χωριά του κάμπου της Νάουσας.
Τα χωριά του κάμπου της Νάουσας στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν : Λευκάδια (Γκολισιάνι), Κοπανός (Άνω Κοπανός), Χαρίεσσα (Κάτω Κοπανός), Μαρίνα (Τσαρμορίνοβο), Πολλά νερά (Φέτιστα), Επισκοπή, Πολυπλάτανος (Βοδενιώτικη Βέτσιστα), Αγγελοχώρι (Βέτσιστα), Ζερβοχώρι, Μονόσπιτα, Στενήμαχος (Χωροπάνι), Γιαννακοχώρι (Γιαννάκοβο) και Άγιος Γεώργιος (Γιάντσιστα) που ανήκει στη Βέροια. Μέχρι πρόσφατα τα περισσότερα από αυτά τα χωριά ανήκαν στους Καποδιστριακούς Δήμους, Ανθεμίων και Ειρηνούπολης. Σήμερα μετά την εφαρμογή του Καλλικράτη διοικητικά ανήκουν και πάλι όπως παλιά στο δήμο της Νάουσας, ενώ εκκλησιαστικά αρκετά από αυτά ανήκουν στη μητρόπολη Εδέσσης.

Νυφική φορεσιά με το κόκκινο πέπλο (φωτ. Ημαθία Ερατεινή 2003)


Στα χωριά οι γυναίκες του σπιτιού ασχολούνταν όλο το χρόνο με τις αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας. Όταν δεν είχαν εργασία στα χωράφια, ασχολούνταν με τον αργαλειό, το πλέξιμο και το κέντημα. Έπρεπε από νωρίς να ετοιμάσουν την προίκα των νεαρών κοριτσιών της οικογένειας, καθώς και τα δώρα για τους συγγενείς των μελλοντικών γαμπρών. Έραβαν πουκάμισα, φουστανέλες, μαντήλια, πετσέτες, έπλεκαν κάλτσες, ποδιές και έφτιαχναν στον αργαλειό ζιλιά και βελέντζες για το μελλοντικό τους σπίτι.

Η παραδοσιακή φορεσιά κατά την Αγγελική Χατζημιχάλη διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική, ανάλογα με την ηλικία, δηλαδή κόρη, νύφη, νιόπαντρη, παντρεμένη χρόνια, ηλικιωμένη για τις γυναίκες και αντίστοιχα για τους άνδρες και ανάλογα με την κοινωνική τάξη.

Ο ΜΗΝΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο ΓΕΝΑΡΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ


Ο Γενάρης-Ιανουάριος ονομάστηκε έτσι από το ρωμαϊκό θεό Janus-Ιανό. Ο Ιανός ήταν θεός της αρχής και του τέλους, της μετάβασης από μια κατάσταση σε άλλη. Ήταν ο θεός-επόπτης της κάθε  κρίσιμης καμπής: καμπής στο χρόνο, στη ζωή μας.

Τον Ιανό οι  Ρωμαίοι τον παρίσταναν διπρόσωπο. Στις πύλες της Ρώμης το άγαλμά του κοίταζε με το ένα πρόσωπο την έξοδο και με το άλλο την είσοδο της πόλης. Κοίταζε, δηλαδή, ταυτόχρονα προς τα μπρος και προς τα πίσω. Ο προσδιορισμός αυτός ισχύει τόσο για το χρόνο όσο και για τον χώρο. Επομένως ο Ιανός αντίκριζε, επίσης, ταυτόχρονα το παρελθόν και το μέλλον. Στο χέρι του κρατούσε ένα κλειδί. Με αυτό άνοιγε τις πύλες της Ρώμης, αλλά και του καινούργιου χρόνου. Στο Ιανό οι Ρωμαίοι αφιέρωσαν  όχι μόνο τον πρώτο μήνα του έτους αλλά και την πρώτη μέρα  του κάθε μήνα, τις καλένδες, όπως έλεγαν την πρωτομηνιά. Ο ναός του είχε 12 βωμούς, όσοι και οι μήνες του έτους.

Στα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, οι Ρωμαίοι σαν πρώτο μήνα είχαν τον Μάρτιο. Για τους Ρωμαίους,  που ήταν λαός πολεμικός, το κατεξοχήν περιεχόμενο του χρόνου (συγκεκριμένη έννοια) ήταν ο πόλεμος. Οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχιζαν την άνοιξη, γιαυτό ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας αφιερώθηκε στον πολεμικό τους θεό, τον  Mars (Άρης). Και πρωτοχρονιά καθιερώθηκε  η πρώτη Μαρτίου.
Αργότερα ο Ιανουάριος έγινε ο πρώτος μήνας του έτους (επί Νουμά Πομπιλίου, ο οποίος οργάνωσε το ημερολόγιο με βάση τις τροπές του Ηλίου). Άλλωστε και οι Πέρσες οι οποίοι είχαν  μελετήσει  τα ουράνια σώματα τοποθέτησαν τη μεγάλη γιορτή του ηλιακού θεού τους (Μίθρα) στις 25 Δεκεμβρίου. Αργότερα και οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τη γιορτή του Μίθρα και την ονόμασαν «Γενέθλιο του Αήττητου Ηλίου».
Το περιεχόμενο, λοιπόν, του χρόνου στο οποίο ανταποκρίνεται η τοποθέτηση της πρωτοχρονιάς στη πρώτη Ιανουαρίου είναι η γέννηση του φωτός, η γέννηση του Ηλίου. Παρετυμολογώντας, τώρα, το Γενάρη με το ρήμα γεννώ, ο λαός εξηγεί: «Γιατί το Γενάρη τον λένε Γενάρη; - Γιατί γεννά η μέρα και τ’αρνιά».

Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, το σκοτάδι αρχίζει να υποχωρεί. Το φως κερδίζει τη μάχη. Φως σημαίνει ζωή πάνω στον πλανήτη μας και μεταφορικά σημαίνει χαρά, σημαίνει ελπίδα και είναι το στοιχείο του καλού στη ζωή μας.
Η περίοδος αυτή στη ζωή του Ηλίου, που πολεμάει και βγαίνει τελικά νικητής δεν είναι μόνο η πρώτη Ιανουαρίου αλλά οι τρεις γιορτές :  Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια. Το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στα Χριστούγεννα και τα φώτα ονομάζεται στο λαϊκό εορτολόγιο Δωδεκάμερο και θεωρείται πολύ επικίνδυνη εποχή. Τις νύχτες, που είναι οι μεγαλύτερες του χρόνου, κυκλοφορούν οι καλικάντζαροι, δαιμόνια του σκότους, που άφησαν για λίγο την κατοικία τους (έγκατα της γης) και ανέβηκαν στην επιφάνεια για να πειράξουν τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι προσπαθούν να τους απομακρύνουν με διάφορα μέσα: με τη φωτιά, που την αφήνουν να καίει όλη τη νύχτα στο τζάκι του σπιτιού, με ένα βοτάνι που έχει έντονη μυρωδιά και που το λένε απήγανο  και, φυσικά,  με το σημείο του σταυρού, που διώχνει κάθε κακό. Προσπαθούν επίσης να τους καλοπιάσουν, ρίχνοντάς τους λουκάνικα και ξεροτήγανα στα κεραμίδια, για να φάνε και να μη πειράζουν. Τα δαιμόνια αυτά εξαφανίζονται  τα Θεοφάνεια, γιατί τα κυνηγάει ο παπάς με την αγιαστούρα του. Κανένα κακό δεν μπορεί να αντισταθεί στον Μεγάλο Αγιασμό, που όλα τα εξαγνίζει. Φεύγουν οι καλικάντζαροι και φεύγοντας, φωνάζουν:
Φεύγεστε να φεύγουμε
κι έρχετ’ ο ζουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και  με τη βρεχτούρα του
Τα κακάβια στο κεφάλι,
τα παιδιά στην αμασχάλη,
φίου… και φύγαν σαν καπνός.

Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου διερμηνεύουν την αγωνία που κατέχει τον άνθρωπο μπροστά στο τέλος μιας περιόδου της ζωής του-μιας χρονιάς- και την αρχή μιας καινούργιας.
Πως μορφοποιούνται, τώρα, αυτές οι έννοιες του τέλους και της αρχής; Με ποιες συμβολικές πράξεις και με ποιες συμβολικές λέξεις εκφράζονται;

Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς μπορούμε να τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες: αυτά που συνδέονται με την έννοια του τέλους κι αυτά που συνδέονται με την έννοια της αρχής.
Το τέλος δηλώνεται με την κατάλυση της καθιερωμένης τάξης. Όλα γυρίζουν τα πάνω κάτω: ελεύθεροι γίνονται δούλοι και οι δούλοι ελεύθεροι, οι γυναίκες γίνονται άντρες και οι άντρες γυναίκες (μεταμφιεζόμενοι φυσικά), ο λαός εμπαίζει τους άρχοντες και γενικά επικρατεί ασυδοσία. Τα πάντα καταρρέουν. Αυτό άλλωστε σημαίνει τέλος.
Η αρχή, αντίθετα, δηλώνεται με την αποκατάσταση της τάξης και των καθιερωμένων σχέσεων. «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», λένε (η μεταφορά από το κάτεργο, φυσικά). Για να τονιστεί η επαναφορά στην τάξη, οι άνθρωποι ανταλλάσουν  μεταξύ τους δώρα και ευχές. Μ’ αυτόν τον τρόπο ορίζονται ξανά και επιβεβαιώνονται οι καθιερωμένες σχέσεις: άντρες προς γυναίκες, παιδιά προς γονείς, υποτελείς προς άρχοντες. Κι ακόμα οι βαπτιστικοί προς τους νονούς, συμπέθεροι προς συμπεθέρους, κουμπάροι προς κουμπάρους κλπ.
Οι άνθρωποι μπροστά στην καινούργια αρχή προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ευτυχία τους (ευτυχία που οι σύγχρονοι άνθρωποι στον πολυσύνθετο κόσμο που ζούμε  είναι δύσκολο να την καθορίσουν). Για τον αγρότη, όμως της προβιομηχανικής εποχής τα πράγματα ήταν απλά: Ευτυχία ήταν η καλή σοδειά, η καλή υγεία και η καλή καρδιά. Αυτή ήταν και η συνηθισμένη ευχή της Πρωτοχρονιάς: «Γεροσύνη, καλοσύνη και πολλά μπερεκέτια (δηλ. αφθονία αγαθών).

Ο ΜΗΝΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Το όνομα Φεβρουάριος προέρχεται από το λατινικό februare που σημαίνει καθαρίζω, εξαγνίζω. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα ονόματα δύο ρωμαϊκών θεοτήτων που λατρεύονταν αυτό τον μήνα: της Februa και του Februs. Η Φεβρούα ήταν η θεά που επόπτευε τους καθαρμούς και τους εξαγνισμούς και ο Φέβρουος  ο θεός των νεκρών, κάτι το αντίστοιχο με τον Πλούτωνα των αρχαίων Ελλήνων. Η λατρεία των νεκρών συνδέεται άμεσα με τις καθαρτήριες τελετές, αφού ότι έχει  σχέση με τον θάνατο θεωρείται μολυσμένο και πρέπει να καθαίρεται, να καθαρίζεται.

Ο Φεβρουάριος είναι ο πιο μικρός μήνας  του χρόνου: έχει 28 μόνο ημέρες. Κάθε τέσσερα χρόνια, όμως, παίρνει και μια ακόμη μέρα, την 29η, τότε το έτος λέγεται δίσεχτο και θεωρείται κακότυχο:
Σαν έρθουν χρόνοι δίσεχτοι και μήνες οργισμένοι λέει το τραγούδι. Όταν το έτος είναι δίσεχτο, ούτε αμπέλια πρέπει να φυτεύονται, πιστεύει ο λαός, ούτε σπίτια να θεμελιώνονται, ούτε γάμοι να γίνονται, γιατί θα ατυχήσουν.

Η ιδιαιτερότητα (μήνας εξαγνισμού) αυτή δίνει την αφορμή να λεχθεί κι εδώ ότι για ένα μεγάλο διάστημα θεωρούνταν ο τελευταίος μήνας του έτους μια και η προσθήκη των δύο τούτων νεότερων μηνών, δηλ του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου στο ρωμαϊκό δεκάμηνο πιστεύεται ότι καταρχήν έγινε μετά τον δέκατο μήνα, τον Δεκέμβριο. Πολύ αργότερα ο Φεβρουάριος ονομάστηκε δεύτερος μήνας της χρονιάς, οπότε κι όλοι οι υπόλοιποι μήνες μεταπήδησαν δύο επιπλέον θέσεις από την αρχική τους τοποθέτηση.
Λόγω της μοναδικής θέσεως που κατείχε ο εν λόγω μήνας στο δωδεκάμηνο, ως τελευταίος μήνας δηλ., έχει εμπλακεί και στους μαθηματικούς υπολογισμούς των ημερολογίων. Πιο  συγκεκριμένα: Ως τελευταίος μήνας μπορούσε να συμπληρώσει όσες μέρες χρειαζόταν για να κλείσει η χρονιά σωστά και για τούτο τύχαινε να είναι λειψός με 28 συνήθως ημέρες.
Ο Ιούλιος Καίσαρ καθόρισε η χρονιά να αποτελείται  από 365 ημέρες συν ένα τέταρτο της ημέρας. Αργότερα αποφάσισε για προφανή ευκολία, δίσεκτο έτος να είναι  αυτό που η έκτη Φεβρουαρίου θα υπολογίζεται δύο φορές - από δω και η ονομασία δίσεκτο - και τούτο επαναλαμβάνεται κάθε 4 χρόνια. Στη συνέχεια η σύνοδος της Νίκαιας  αφ’ενός αποδέχτηκε αυτή τη διευθέτηση, αφ’ετέρου αποφάσισε δίσεκτα έτη να είναι όσα διαιρούνται ακριβώς με  το τέσσερα, κάθε δε περίσσια ημέρα να προστίθεται ως η 29η στο τέλος του Φεβρουαρίου, αντί ο μήνας να έχει δύο ημέρες με την ίδια ημερομηνία 6.

Το περιεχόμενο του Φλεβάρη είναι πρώτα από όλα - και αυτό είναι κοινό για όλους τους ελληνικούς τόπους - το μήκος του. Είναι ο μήνας ο Κουτσός, ο Κούντουρος και Κούτσουρος, δηλαδή με κομμένη ουρά, όπως τον λένε στον Πόντο, Κουτσούκης ή Μικρός ή Κούτσουλος, όπως τον λένε στην Κύπρο και φυσικά ο Κουτσοφλέβαρος.

Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει  καλοκαίρι θα μυρίσει,
μα κι αν τύχει και θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει.

Για τον  άστατο καιρό, ο Φλεβάρης λέγεται επίσης και Μεθυσμένος γιατί δεν ξέρει τι κάνει, τι του γίνεται-Στην Κύπρο λένε την εξής παράδοση: Κάποτε, λέει, που η παραγωγή του κρασιού ήταν μικρή  οι μήνες  Γενάρης, Φλεβάρης και Μάρτης συμφώνησαν να ενώσουν σε ένα πιθάρι το κρασί τους και να το χρησιμοποιήσουν από κοινού. Ο Φλεβάρης, που είχε βάλει πρώτος το κρασί στο πιθάρι, τρύπησε το κάτω μέρος για να τραβήξει το δικό του κρασί, χωρίς να ρωτήσει τους άλλους, και τράβηξε  και το δικό τους μερίδιο. Για τιμωρία τότε  ο Γενάρης και ο Μάρτης του αφαίρεσαν από μια μέρα κι έτσι απόμεινε με 28.

Για τις αγροτικές δουλειές ο Φλεβάρης είναι ο μήνας των αμπελιών. Τότε γίνεται  το κλάδεμα, το καθάρισμα και το τσάπισμα των αμπελιών και τότε βάζουνε και καταβολάδες, όπως λένε, δηλαδή,  φυτεύουν αμπέλια, εκτός κι αν είναι δίσεχτος, τότε δεν φυτεύουν. Γιαυτό του το περιεχόμενο ο Φλεβάρης ονομάζεται σε ορισμένα μέρη, όπου είναι ανεπτυγμένη η αμπελουργία, κλαδευτής.
Την πρώτη του μήνα γιορτάζεται ο Άγιος Τρύφωνας, ο οποίος είναι και ο προστάτης των αμπελουργών. Μετά το εκκλησίασμα, με τον αγιασμό οι  γεωργοί ραντίζουν τ’αμπέλια και τα χωράφια και σε μερικά μέρη ο παπάς γυρίζει τους αμπελώνες και τους αγιάζει, ξορκίζοντας τα βλαβερά των αμπελιών. Σύμφωνα με το συναξάρι του, ο άγιος Τρύφωνας ήτανε βοσκός  και γιάτρευε όλες τις αρρώστιες και έδιωχνε τους δαίμονες. Θεωρείται ως ο κατεξοχήν προστάτης των χωραφιών, των αμπελιών και των κήπων από τους κινδύνους που τα απειλούν.

Ο ΜΗΝΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο  ΜΑΡΤΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Ο Μάρτης, τρίτος μήνας  του έτους στο ημερολόγιό μας ονομάστηκε προς τιμή του ρωμαϊκού θεού Mars  του Άρη δηλαδή του θεού του πολέμου.
Η παλιότερη ρωμαϊκή ονομασία του Μάρτη ήταν Primus δηλαδή πρώτος μήνας. Ήταν ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού έτους, που ήταν πρώτα δεκάμηνο. Αλλά ήδη πολύ νωρίς, στις αρχές κιόλας της Ρωμαϊκής ιστορίας, ο Ρωμύλος, ο ιδρυτής της Ρώμης τον μετονόμασε σε Μάρτη, επειδή αυτόν τον μήνα της άνοιξης οι Ρωμαίοι άρχιζαν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους. Ο  Νουμάς ο Πομπίλιος, που ήταν από τους διαδόχους του Ρωμύλου, μεγάλος νομοθέτης, συμπλήρωσε το δεκάμηνο σε δωδεκάμηνο, το εξάρτησε από τον Ήλιο και ο ίδιος ίσως, μετάθεσε την αρχή του έτους στον μήνα Ιανουάριο, δηλαδή στην περίοδο της χειμερινής τροπής του Ήλιου. Ωστόσο και μετά την μετάθεση αυτή, η πρώτη Μαρτίου εξακολουθούσε  να θεωρείται πρωτοχρονιά για τους Ρωμαίους. Έτσι έχουμε τρείς πρωτοχρονιές στο Ρωμαϊκό έτος που δηλώνουν τις αντίστοιχες τομές στην Ρωμαϊκή ιστορία : α) 1η Μάρτη - αρχή των πολεμικών  επιχειρήσεων β) 1η Ιανουαρίου αρχή ηλιακού έτους και γ) 1η Σεπτεμβρίου αρχή  λογαριασμού για την συγκομιδή των φόρων από τους υπηκόους. Η πρώτη του Μάρτη ήταν για τους Ρωμαίους αργία και ήταν η γιορτή του Αρμιλλούστριου (εξαγνισμός των όπλων, μέτρα για την υγεία).

Τον Μάρτη ο λαός, ιδιαίτερα από  την αρχαιότητα ως σήμερα σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, με την αρχή της Άνοιξης προσπαθεί να αποτρέψει το κακό και γνωστό είναι το έθιμο του Αποδιοπομπαίου Τράγου (φράση για τον άνθρωπο που τον διώχνουν από παντού ή τον επιρρίπτουν ευθύνες). Τι ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος; Φορτώνουν υποτίθεται σ’ ένα τράγο όλα τα κακά, όλες τις αμαρτίες και τις δυστυχίες της κοινότητας και μετά δέρνοντάς τον, τον βγάζουν έξω από τα όρια της πόλης ή του χωριό, τον αποπέμπουν. Έτσι πιστεύουν πως αποδιώχνουν το κακό. Οι άνθρωποι στην κρίσιμη αρχή της άνοιξης  για την ασφάλεια τους νοιώθουν ότι πρέπει να κάνουν κάτι, είναι αρχή για δράση  και για μαγικές πράξεις  έτσι διώχνουν τον τράγο για να φύγει το κακό και να επέμβουν στις βουλές της φύσης ή της τύχης.
Στην Ήπειρο τον Μάρτη τον λένε Ανοιξιάτη  γιατί είναι η αρχή της Άνοιξης. Στις 25 του Μάρτη έχουμε ισημερία αρχίζει να ζεσταίνει λίγο λίγο και η φύση βλασταίνει.
Ο ερχομός της άνοιξης συνδέεται με την επιστροφή των χελιδονιών. Την πρώτη Μαρτίου τα παιδιά στα χωριά γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι μ ένα ξύλινο χελιδόνι  στολισμένο και τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα.
Παραθέτουμε ένα  χελιδόνισμα από το χωριό Αγόριανη Παρνασσού: Το ίδιο το χελιδόνι λέει :
«-Αφ’κα σύκα και σταφύλια και στ’αλώνι θημωνίτσα,
κι ήρθα πίσω κι ηύρα  φύτρα, φύτρα, φύτρα, φύτρα, φύτρα».

Πέντε φορές λένε φύτρα - σαν ξόρκι, σαν να θέλουν με την επανάληψη της λέξης να προκαλέσουν τη βλάστηση.
Σε άλλα μέρη το χελιδόνισμα είναι μεγαλύτερο τραγούδι και  παρουσιάζει εκπληκτική ομοιότητα με χελιδόνισμα που μας σώθηκε από τον αρχαίο συγγραφέα Αθήναιο. Είναι σαφές ότι τα χελιδονίσματα έχουν αρχαίες καταβολές.
Στην Θράκη, την πρώτη του Μάρτη στην  περιοχή της Ραιδεστού, σπάζουνε στην αυλή, λαγήνια, κουτρούλια και λένε:
«Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα γεια, μέσα χαρά, έμπα καλόχρονε, έβγα κακόχρονε».
Στα Φάρασα της Καππαδοκίας, οι  νοικοκυρές, πρωί πρωί την πρώτη του Μάρτη έπαιρναν μια χούφτα στάχτη απ’το δικό τους σπίτι, την πετούσαν στα άλλα σπίτια και έλεγαν: “Ο Μάρτης σε μας, οι ψύλλοι σε σας”.

Ο Μάρτης προοιωνίζει την κάψα του καλοκαιριού γιαυτό και τα κορίτσια φοράνε γύρω από τον καρπό του χεριού τους την πρώτη του Μάρτη μια κόκκινη και άσπρη κλωστή που την λένε μάρτη. Τον φορούσαν ώσπου να βγει ο μήνας κι όταν το έβγαζαν από το χέρι τον κρεμούσαν στις τριανταφυλλιές, για να κοκκινίσουν τα μάγουλα τους ή τον τυλίγανε σε μια πετρούλα και τον βρέχανε στο πηγάδι για νάναι δροσερές. Τέλος τον βάζανε στην λαμπάδα της Ανάστασης για να καεί.
Το κατεξοχήν περιεχόμενο του μάρτη είναι ο άστατος καιρός. Γιαυτό και τον είπαν πεντάγνωμο:
“Ο Μάρτης  ο πεντάγνωμος, εφτά φορές εχιόνισε, και πάλι το μετάνιωσε και δεν εξαναχιόνισε”.
Τον λένε και γδάρτη  γιατί τελειώνουν τότε τα αποθέματα των δημητριακών. Ο Μάρτης δεν έχει μέτρο μια γελάει μια κλαίει
Αιτία του για αυτήν την αστάθεια  ο λαός πιστεύει  είναι η ιδιωτική του ζωή. Στα Λακκοβίκια της Μακεδονίας λένε πως ο  Μάρτης έχει δύο γυναίκες, μια καλή και ανοιχτόκαρδη και μια σκουντουφλιάρα που πάντα κλαίει. Όταν πάει στην γελαστή ο καιρός γίνεται καλός όταν πάει στην άλλη ο καιρός  χαλάει.

Η ευεργετική δύναμη που κλείνουν μέσα τους οι ανοιξιάτικές βροχές και ο ζεστός ήλιος που γονιμοποιεί την φύση και την κάνει να βλασταίνει, εντοπίζεται  και μορφοποιείται σε δύο κυρίως γιορτές του μάρτη: των αγίων Σαράντα Μαρτύρων, στις 9  και του Ευαγγελισμού, στις 25.
Ανήμερα των αγίων Σαράντα οι νοικοκυρές πιστεύουν πως ότι φυτέψεις πιάνει. Αυτή την ημέρα οι νοικοκυρές κάνουν τηγανίτες, που τις περιχύνουν με πετιμέζι ή σιρόπι και τις μοιράζουν στους γείτονες, τους συγγενείς και φίλους λέγοντας:
«Σαράντα φας, σαράντα πιεις, σαράντα δώκεις για την ψυχή σου, σαράντα δέντρα φύτεψε να τάχεις λεημοσύνη».
Σε άλλα μέρη  βάζουν τα λασάνια (σπορεία για τις ντομάτες και τις πιπεριές), αλλού σπέρνουν βασιλικό και αλλού μεταξόσπορο. 
Επίσης σε πολλά μέρη την ημέρα αυτή εντοπίζονται οι μαγικές συνήθειες για την αποφυγή των φιδιών και των άλλων μαμουδιών.

Ο ΜΗΝΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο ΑΠΡΙΛΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Ο Απρίλης για μας τους Έλληνες είναι  η άνοιξη και το Πάσχα. Είναι ο τέταρτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και ονομάστηκε έτσι από το λατινικό ρήμα aperio, που σημαίνει ανοίγω, επειδή το μήνα αυτόν ανοίγουν τα πάντα: τα δέντρα, τα λουλούδια, ο καιρός. Είναι ο κατεξοχήν μήνα της άνοιξης και στην Ρώμη ήταν αφιερωμένος στη θεά του έρωτα - την Αφροδίτη.

Την πρωταπριλιά όπως ξέρουμε, το’χουν καλό να λένε ψέματα, να γελούν κάποιον (κοροϊδεύουν). Γιατί άραγε; Το έθιμο  φαίνεται να μην  έχει αρχαιοελληνική ρίζα και πιθανότατα μας ήρθε από την Γαλλία που δημιουργήθηκε το 16ο αιώνα ως εξής:
Στην Γαλλία  από τον 13ο αιώνα η 1η μέρα  του έτους ήταν η 1η Απριλίου. Το 1564 μ.Χ. ο Κάρολος Θ’ μετέθεσε την 1η ημέρα του έτους στην 1η Ιανουαρίου για να συμβαδίζει με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό δυσαρέστησε τους υποστηρικτές της παραδοσιακής  τάξης των πραγμάτων (όπως εμείς έχουμε τους παλαιοημερολογίτες). Έτσι  αυτοί που δέχτηκαν την αλλαγή  πείραζαν τους παλιοημερολογίτες με ένα έξυπνο τρόπο: Τους έστελναν την πρώτη Απριλίου ψεύτικα πρωτοχρονιάτικα δώρα-τα αληθινά τα πήγαιναν την 1η Ιανουαρίου- και τους γελούσαν και τους έλεγαν ψέματα. Μια άλλη ερμηνεία έχει σχέση με τους Κέλτες, που άρχιζαν το ψάρεμα στα δικά τους μέρη την 1η Απριλίου. Ψάρια μπορεί να μην έπιαναν, διηγούνταν όμως ψεύτικες ιστορίες, όπως όλοι οι ψαράδες και οι κυνηγοί. Γιαυτό και το πρωταπριλιάτικο ψέμα οι γάλλοι το λένε  poison d’avril - δηλαδή «ψάρι του Απρίλη».

Αλλα ας έρθουμε στο περιεχόμενο του ελληνικού Απρίλη. Είναι  ο μήνας της άνοιξης με δύο όψεις κι αυτός : μια καλή και μια κακή. Η καλή είναι ότι ο καιρός σταθεροποιείται σύμφωνα με το λαό από τις 18 Απρίλη. Λένε για τον καιρό πολλά όπως:
«Και τ’Απριλιού στις δεκαοχτώ, πέρδικα  κάθεται στο αυγό (δηλαδή ζέστη)»
Μια άλλη καλή όψη του Απρίλη  συνδέεται  με το μεγάλωμα των σπαρτών και την ευεργητική  βροχή που τα κάνει να μεγαλώσουν. Για την  βροχή του Απρίλη υπάρχουν πολλές παροιμίες όπως:
«Του Απρίλη η βροχή κάθε κόμπος και φλουρί».
Είναι τόσο καλή η βροχή του Απρίλη, ώστε στην Κομοτηνή τη θεωρούσαν  μεγάλο γιατρικό για την θέρμη (πυρετό). Γιαυτό την έβαζαν σ’ένα μπουκάλι και πότιζαν μ’αυτό εκείνον που είχε θέρμη.
Η κακή όψη του Απρίλη είναι το χαλάζι. Οι γεωργοί προσπαθούν να αποτρέψουν το κακό αυτό με μέσα μαγικά. Επειδή το χαλάζι είναι άσπρο και λαμπερό πιστεύουν πως μπορούν να το ξορκίσουν με το φως της Ανάστασης που επίσης είναι άσπρο και λαμπερό. Στην περιοχή της Φθιώτιδας λένε πως τη νύχτα που γίνεται η Ανάσταση, ένας επίτροπος της εκκλησίας  παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτής της σκλίδας δεν έχει ανάγκη από χαλάζι. Παρόμοια αποτρεπτική σημασία φαίνεται να έχει σε χωριά των Αγράφων όπου τη νύχτα της Ανάστασης, όταν ο παπάς  λέει το «Χριστός Ανέστη», ο κόσμος ανάβει τον «φανό».
Τα παιδιά  έχουν μαζέψει κλαδιά σε ένα βράχο και οι υπόλοιποι με την λαμπάδα που έχουν αναμμένη βάζουν φωτιά στον φανό (κλαδιά) και έτσι ξορκίζεται το χαλάζι.

Αλλά η πραγματικά κακή όψη του Απρίλη είναι η όψη της πείνας: «Απρίλης, γρίλης, τιναχτοκοφινίδης». Έχουν σώσει  τα αποθέματα την εποχή αυτοί και τα κοφίνια είναι άδεια και καραδοκεί το φάσμα της πείνας.
Η γιορτή του αη Γιώργη τον Απρίλη θεωρείται σύνορο χρονικό, κυρίως για τους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς  όπου οι τσομπάνηδες ανεβαίνουν στα βουνά και αρχίζει το θέρος. Τότε γίνονται και όλες οι κτηνοτροφικές και γεωργικές συμβάσεις. Τότε «στοιχούσαν», δηλαδή την ημέρα του αη Γιώργη  προσλάμβαναν νέους εργάτες για έξη μήνες και μετά τις ανανέωναν το φθινόπωρο  του Αη Δημήτρη. Γενικά τότε έκλειναν τις περισσότερες δουλειές τους. Ο Αη Γιώργης, ως καβαλάρης δρακοντοκτόνος, έχει σχέση με το νερό, το νερό το πόσιμο, της πηγής και του πηγαδιού. Η στέρηση του νερού είναι βάσανο μεγάλο. Ο Αη Γιώργης όπως λέει το παραμύθι και τα δημοτικό τραγούδι  είναι ο ήρωας που σκοτώνει το θεριό. Ποιο είναι το θεριό; Είναι ο δράκοντας  που βγάζει από το στόμα του φλόγες και που κρατάει το νερό της πολιτείας . Έτσι ο Αη Γιώργης τον σκοτώνει και ελευθερώνει και την βασιλοπούλα, όπως λέει το παραμύθι. Στο πανηγυράκι του Αη Γιώργη στην Αράχωβα  παλιότερα έκοβαν την προηγουμένη της γιορτής το νερό γέμιζε η δεξαμενή και αφού άρχιζε ο εορτασμός, η λιτανεία της εικόνας του Αη Γιώργη  και ο χορός με τούμπανα και καραμούζες απολούσαν το νερό από την δεξαμενή για να ξαναζήσουνε τη ιστορία του Αϊ Γιωργιού  του παραμυθιού. Μέσα στο τραγούδι των γερόντων του χωριού υπάρχου και οι εξής στίχοι :
«Πανηγυράκι γίνεται κάτω στον αη Γιώργη…..απόλα, δράκο μ’ το νερό να πιει το πανηγύρι».
Μια άλλη γιορτή όπου επίσης μορφοποιείται το περιεχόμενο του χρόνου είναι η γιορτή του αγίου Μάρκου στις 25 του μήνα. Είναι αλαφρή γιορτή, περνάει σχεδόν απαρατήρητη για όλο τον άλλο κόσμο, όμως για τους γεωργούς είναι ιδιαίτερα σεβαστή οι οποίοι κρατούν την αργία της. Δεν ζεύουν αλέτρι, δε βαρούν τσαπισιά στο χωράφι για να μην πάθουν κανένα κακό (από φίδια κλπ). Ο Άγιος Μάρκος είναι για τα φίδια. Η σύνδεση  οφείλεται, όπως συμβαίνει συχνά στην λαϊκή παράδοση, σε μια παρετυμολογία (λανθασμένη ερμηνεία καταγωγής λέξης). Δηλαδή το όνομα του αγίου Μάρκου παρετυμολογήθηκε από το μαργώνω, μαρκώνω, ναρκώνω. Πιστεύουν, δηλαδή, πως ο άγιος τους προστατεύει από τα φίδια γιατί τα μαρκώνει ή τα ναρκώνει. Στη Γρανίτσα των Αγράφων, λένε:
« Μάρκο, Μάρκο, μάρκωσε τα (τα φίδια δηλαδή) κι Αη Γιώργη τύφλωσε τα».

Ο ΜΗΝΑΣ ΜΑΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο ΜΑΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Ο Μάης έχει δύο όψεις, είναι καλός μαζί και κακός. Είναι Καλομηνάς, είναι Λούλουδος, Πράσινος, Τριανταφυλλάς, αλλά είναι συγχρόνως και καταραμένος:
«Να μην σ’εύρει η κακιά ώρα του Μάη» λέει ο κόσμος.

Η λατινική του ονομασία είναι Majus και οφείλεται στο γεγονός ότι ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους Ρωμαίους στους προγόνους τους, τους majores. Τον Μάιο υπήρχαν δύο μεγάλες γιορτές προς τιμή των νεκρών: Τα Λεμούρια και τα Ροζάλια.
Στο ελληνικό λαϊκό εορτολόγιο τα Ροζάλια έχουν γίνει  Ρουσάλια και είναι επίσης γιορτή των νεκρών. Το Σάββατο της Πεντηκοστής που είναι και το μέγα Σάββατο λέγεται του Ρουσουλιού το Σάββατο, είναι ημέρα αποφράδα, όπως λένε, δηλαδή κακή και δεν κάνει τίποτα ν’αρχίσεις την ημέρα αυτή ούτε να δουλέψεις. Από την Ανάσταση ως την Πεντηκοστή οι ψυχές είναι ελεύθερες να τριγυρνούν στον Απάνω Κόσμο.
Ο φόβος των νεκρών, το Μάη, είναι ένα έντονο συναίσθημα που έχει δημιουργήσει και μια σειρά από απαγορεύσεις. Δεν γίνονται γάμοι  τότε:
«το Μάη δεν φυτεύουμε, ούτε στεφανωνόμαστε» λένε στην Κέρκυρα.

Οι τρεις πρώτες ημέρες του  Μάη λέγονται δρίμες όπου δεν γίνεται καμιά δουλειά. Ιδιαίτερα  στις 3 Μαΐου, της Αγίας Μαύρας, δεν κάνουν δουλειές για να μη γίνει της Μαύρας λένε. Επίσης μια άλλη ημέρα αποφράδα είναι στις 8 Μαΐου, του Άγιου Ιωάννη του θεολόγου που σε πολλά μέρη ονομάζεται αϊ Γιάννης Χαλαζάς ή Βροχάρης. Είναι προφανές ότι ο μεγάλος κίνδυνος για τα σπαρτά είναι η βροχή και τα χαλάζι αυτόν τον καιρό.
«Στων αμαρτωλών τη χώρα, το μάη μήνα βρέχει» λέει ο λαός
Και στις 9 Μαΐου, του άγιου Χριστόφορου, κρατούσαν αργία γιατί ο άγιος έχει το χαλάζι στο μανίκι του και μη τύχει και το αφήσει αν δουλέψουν.

Στη Ήπειρο λένε : «ο αϊ Γιάννης το πήζει (το χαλάζι) κι ο αϊ Χριστόφορος το ρίχνει».
Αυτό συμβαίνει στις σιτοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας όπου οι Άγιοι που αναφέραμε είναι μνησίκακοι. Απεναντίας ο Ιωάννης ο Θεολόγος είναι καλός για τις περιοχές που καλλιεργούσαν τριαντάφυλλα (για την ακμάζουσα τον περασμένο αιώνα βιομηχανία του ροδέλαιου), λέγεται Τριανταφυλλάς και ενσαρκώνει την ευεργετική δύναμη που κάνει τα τριαντάφυλλα να ανθίζουν.
Το πόσο διφορούμενο μπορεί να είναι το περιεχόμενο του χρόνου, ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες της ζωής, φαίνεται πολύ καθαρά σε μια άλλη όψη του Μάη, που έχει σχέση με την πορεία του Ήλιου. Το Μάη η μέρα όλο και μεγαλώνει, ενώ η νύχτα μικραίνει και επομένως ελαττώνονται οι ώρες του ύπνου. Μιλάμε, βέβαια, για την εποχή όπου ο ρυθμός της  ανθρώπινης ζωής, ακολουθούσε το ρυθμό της φύσης, τότε που δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα να κάνει τη νύχτα μέρα. Όσο  περισσότερες ώρες είναι κανείς ξυπνητός τόσο περισσότερο πεινάει. Γι αυτό το Μάη ο λαός τον λέει Πεντεφά και Πεντοδείλινο. Στην Σκιάθο λένε:
«ο Μάης ο πενταφάγωτος και πάλι πεινασμένος»

Τρώνε λοιπόν αλλά και δουλεύουν πολύ. Η ημέρα ήταν μεγάλη, δούλευαν από  «ήλιο σε ήλιο» και  αυτό δεν τους άρεζε. Γιαυτό λέει το τραγούδι:
«Ήλιεμ, που βγαίνεις το ταχύ κι αργείς να βασιλέψεις,
σε καταριούνται η εργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες».
Όπως είπαμε ο Μάης είναι και καλός και κακός. Έτσι ο λαός έχει έθιμα και για να αποτρέψει το κακό αλλά και να προκαλέσει το καλό. Τα μέσα που αποτρέπεται το κακό ήταν το νερό και η φωτιά και οι άνθρωποι τα θεωρούσαν ως Καθαρτήρια. Η φωτιά καθαρίζει από το μίασμα και το νερό ξεπλένει τις αμαρτίες. Τα δύο αυτά καθαρτήρια τα συναντούμε στις  γιορτές του Ψυχοσάββατου της πεντηκοστής, τη πρωτομαγιά και για τους θρακιώτικους πληθυσμούς την 21η Μαΐου που τελούσαν  και τελούν ακόμα τα Αναστενάρια.

Το κακό που παραμονεύει το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής είναι ο φόβος των νεκρών, ο φόβος μήπως τους βλάψουν οι νεκροί. Έτσι το κακό το αποτρέπουν με το νερό. Ένα χαρακτηριστικό έθιμο, το έθιμο του Κατακλυσμού, γίνονταν στην Κύπρο. Η γιορτή κρατούσε τρείς ημέρες. Η πρώτη ημέρα είναι αφιερωμένη στου νεκρούς. Κανένας δεν δουλεύει και κυρίως δεν πλένουν, γιατί πιστεύουν πως οι ψυχές θα πιουν τα ακάθαρτα νερά, τ’αποζύμια, που χύνονται στις αυλές των σπιτιών. Την δεύτερη ημέρα (Κυριακή της Πεντηκοστής) στέλνουν στην εκκλησία τους καρπούς της εποχής και κρασί, για να ευλογηθούν και το βράδυ τα παίρνουν πίσω. Την τρίτη ημέρα, την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, γίνεται το καθαυτό έθιμο του κατακλυσμού όπου καταβρέχουν ο ένας τον άλλο από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου.

ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
















Ο ΜΗΝΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Ο Δεκέμβρης είναι ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του ηλιακού μας έτους, αλλά και ο δέκατος μήνας όπως το λέει και το όνομά του (Δεκέμβρης από το λατινικό decem= δέκα) από την πρωτοχρονιά της 1ης Μαρτίου, όταν το έτος των Ρωμαίων ήταν δεκάμηνο.
Από την πρώτη επισκόπηση της ζωής των Ελλήνων αγροτών, όπως εκτυλίσσεται μέσα στην περίοδο του Δεκέμβρη, τρεις είναι οι εμπειρίες που προεξάρχουν: Το κρύο, το τέλος της σποράς, και η μείωση του φωτός (το Δεκέμβρη έχουμε τις μικρότερες μέρες). Από τα Χριστούγεννα, όμως και ύστερα, οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν.

Το κρύο συνδέεται με τις κυρίως γιορτές στην αρχή του Δεκέμβρη: Της αγίας Βαρβάρας, του αγίου Σάββα και του αϊ Νικόλα. Λέει η παροιμία: «Βαρβάρα βαρβαρώνει, αϊ Σάββας σαβανώνει, αϊ Νικόλας παραχώνει».

Η δεύτερη εμπειρία, όπως είπαμε, είναι το τέλος της σποράς. Έτσι, ως προς τη σπορά λέει ο λαός: «Δικέμβρης, δίκιος σπόρος» ή «Δικέμβρη, δίκια σπέρνε». Δίκια σημαίνει εδώ ότι ο ζευγάς δεν πρέπει να ρίχνει το σπόρο μήτε πολύ αριά, μήτε πολύ πυκνά, γιατί το χώμα είναι αρκετά ποτισμένο από τη βροχή πια, κι έτσι δεν υπάρχει φόβος μήπως δεν φυτρώσει μέρος του σπόρου ή μήπως δεν τραφεί αυτός που θα φυτρώσει. Προσέξτε  ότι η μορφή, που παίρνει ο λόγος στο στόμα του λαού, επηρεάζεται από τον ηχητικό συσχετισμό των λέξεων (παρετυμολογία = λαθεμένη ετυμολογία) : δίκιος-Δικέμβρης.

Το τέλος της σποράς επίσης μορφοποιείται και με συμβολικές πράξεις. Οι πράξεις έχουν σχέση κυρίως με τα ζώα που οργώνουν. Τους «βους αροτήρας» των αρχαίων, τα αντίστοιχα των σημερινών τρακτέρ. Οι γεωργοί θέλουν να ευχαριστήσουν τα ζώα για τη βοήθεια που τους προσφέρουν στη σπορά. Και γιαυτό γιορτάζουν στις 18 Δεκεμβρίου, του αγίου Μόδεστου. Ο Μόδεστος ήταν αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων  και το συναξάρι του (βιβλίο που περιέχει βιογραφίες αγίων) αναφέρει ότι  ανέστησε πολλά ζώα. Στον Δρυμό, στη γιορτή του Αγίου, δίνουν στα ζώα τριμμένους άρτους και αντίδωρο από την εκκλησία, για να φάνε και να γίνουν γερά. Στην Λήμνο, οι ζευγάδες  κάνουν κόλλυβα, τα πηγαίνουν στην εκκλησία να τα διαβάσει ο παπάς και τα ρίχνουν έπειτα στην ταγή (τροφή) για τα ζώα.

Η τρίτη εμπειρία του χρόνου που σημειώσαμε για τον Δεκέμβρη είναι το φως. «Του Δεκέμβρη η μέρα, καλημέρα – καλησπέρα»,  λέει μια παροιμία, γιατί  αυτό τον μήνα έχουμε τις μικρότερες μέρες και τις μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου.
Από τις 22, όμως, του Δεκέμβρη, δηλαδή από το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπως λέγεται, η απόκλιση του Ηλίου νότια του Ισημερινού, αρχίζει να λιγοστεύει οπότε το βόρειο ημισφαίριο φωτίζεται περισσότερο και η μέρα μεγαλώνει. Με το παλιό ημερολόγιο (Ιουλιανό) το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεφτε στις 9 του Δεκέμβρη, οι άνθρωποι είχαν προσέξει την σταδιακή αύξηση του φωτός από αυτήν την ημέρα. Παρετυμολογώντας, λοιπόν, το όνομα του αγίου Σπυρίδωνα που γιορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου έλεγαν: «Απ’ του αγίου Σπυρίδωνα μεγαλώνει η μέρα κατά ένα σπυρί». Και στις 19 Δεκεμβρίου, παραμονή του αγίου Ιγνατίου, τότε που η αύξηση του φωτός είναι κιόλας μεγαλύτερη (πάντα με το παλιό ημερολόγιο) παρετυμολογώντας και αυτουνού του αγίου έλεγαν: «Αύριο ο άγιος Αγνάντιος, ο ήλιος αγναντεύει προς το καλοκαίρι.
Με το Ήλιο και το φως σχετίζεται και η μεγάλη γιορτή του Δεκέμβρη, τα Χριστούγεννα (Χριστουγεννιάρης, Χριστουγεννάς μήνας). Στα ευαγγέλια δεν αναφέρεται  ο μήνας που γεννήθηκε ο Χριστός. Η γιορτή των γενεθλίων του θεσπίστηκε για τις 25 του Δεκέμβρη από τους χριστιανούς της Ρώμης γύρω στο 335μ.Χ. Το έκαναν για να παραμερίσουν τον περσικό θεό Μίθρα, που είχε το γενέθλιο του την ίδια μέρα (25 Δεκέμβρη). Για τους Ρωμαίους ο Θεός Μίθρας ήταν ο θεός του Ηλίου και του φωτός. Στα λατινικά η ημέρα των γενεθλίων του ονομάζονταν: dies natalis invicti solis (Γενέθλιον του αήττητου Ηλίου). Ο ήλιος αυτές τις μέρες βρίσκεται, όπως είπαμε, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν και κατά κάποιον τρόπο ο Ήλιος ξαναγεννιέται. Έτσι, ο Χριστός συνδέθηκε  με τον Ήλιο για να μπορέσει να εκτοπίσει τον Μίθρα.
Στην υμνογραφία των Χριστουγέννων υπάρχουν πολλές μεταφορές και παρομοιώσεις που φανερώνουν τον σύνδεσμο του Χριστού με τον Ήλιο όπως π.χ. « Ανατείλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ  Ήλιε της Δικαιοσύνης».

Η σχέση του ηλιακού κύκλου με τις γεωργικές εργασίες είναι εμφανής στην παράδοση του λαού μας: Χειμερινή τροπή-τέλος σποράς, θερινή τροπή-τέλος θερισμού, εαρινή ισημερία - τα στάχια αρχίζουν να ψηλώνουν, φθινοπωρινή ισημερία-προετοιμασίες σποράς.
Αυτός ο συσχετισμός των δύο επιπέδων, του ουρανού και της γης, που αντιστοιχεί στο φυσικό, θα λέγαμε, ημερολόγιο, πρέπει να συμπληρωθεί μ’ έναν  άλλο συσχετισμό, που θα μας φέρει στο επίπεδο του πολιτισμού: το φυσικό ημερολόγιο συσχετίζεται με τον πολιτισμό του κάθε τόπου και μεταφράζεται με το εορτολόγιο-λαϊκό και επίσημο. Μιλήσαμε για τη σχέση Ηλίου-Χριστού και για την τοποθέτηση των Χριστουγέννων στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Είναι ενδιαφέρον, να δούμε, τώρα, πως η εκκλησία μας μορφοποίησε και τις τρεις κρίσιμες καμπές στον κύκλο του Ηλίου, πως τις έχει εντάξει στο εορτολόγιο της.
Χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό δύο μορφές, του Χριστού και του Ιωάννη του Προδρόμου, και τοποθέτησε τα κρίσιμα σημεία της ζωής τους στις ηλικιακές τροπές και τις ισημερίες, αντίστοιχα, με  τρόπο συμμετρικό και αντίστροφο:

Χειμερινές τροπές,          25 Δεκεμβρίου           Γέννηση Χριστού
Θερινές τροπές,               24 Ιουνίου                  Γέννηση Ιωάννου Προδρόμου
Εαρινή Ισημερία,             25 Μαρτίου               Σύλληψη Χριστού ,Ευαγγελισμός
Φθινοπωρινή Ισημερία,   23 Σεπτεμβρίου         Σύλληψη Προδρόμου

Η αιτιολογία αυτής της συμμετρικής και αντίστροφης τοποθέτησης βρίσκεται στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο (ΙΙΙ.3.), όπου ο Πρόδρομος εξηγεί στους μαθητές του ότι δεν είναι αυτός ο Χριστός αλλά εκείνος τον οποίο βάφτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Και είναι  τώρα αυτός, ο Πρόδρομος, ικανοποιημένος που η δόξα Εκείνου, του Χριστού, αυξάνει καθημερινά. Γιατί, όπως λέει, «εκείνον δει αυξάνειν, εμέ ελαττούσθε». Αυτός, λοιπόν, που, σε σχέση με τον Ήλιο, ο Χριστός τοποθετήθηκε στην αύξηση, ενώ ο Πρόδρομος στη μείωση του φωτός.

Ο ΜΗΝΑΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Ο Νοέμβρης, όπως λέει το όνομά του (από το λατινικό novem=εννιά), σύμφωνα με τους Ρωμαίους ήταν ο ένατος μήνας  αρχομένης της πρωτοχρονιάς από 1η Μαρτίου, ενώ σήμερα από την πρωτοχρονιά της πρώτης Ιανουαρίου είναι ο ενδέκατος μήνας. Στο στόμα του ελληνικού λαού  ο Νοέμβρης έχει ίσως  τα περισσότερα ονόματα από όλους.
Τα ονόματα που παίρνει από τους αγίους είναι τα εξής: Αϊ Γιώργης από τη γιορτή του αγίου Γεωργίου του επονομαζόμενου Σποριάρη ή Μεθυστή. Αϊ Ταξιάρχης, Αϊ Στράτηγος ή Αρχαγγελιάτης από την γιορτή των Ταξιαρχών, στις 8. Αϊ Φιλιππιάτης ή μόνο Φιλιππιάτης από τη γιορτή του αγίου Φιλίππου  στις 14. Αγιαντρέας και Αντριάς από τη γιορτή του αγίου Αντρέα στις 30.
Από της γεωργικές δουλειές που γίνονται την εποχή αυτή  ονομάζεται κατά τόπους Σποριάς, Σποριάτης, Σπαρτής, Σπαρτάρης,  Μεσοσπορίτης. Ονομάζεται επίσης  Κρασομηνάς από το κρασί ανοίγουν αυτήν την εποχή) και Τρυγομηνάς (στα μέρη όπου έχουν καθυστερημένο τρύγο, όπως λ.χ. στην Οινόη του Πόντου). Ονομάζεται ακόμη και Νειαστής (από το ρήμα νειάζω που σημαίνει οργώνω).
Από τον καιρό, τέλος,  που αποτελεί σημαντικό περιεχόμενο του χρόνου, ονομάζεται  κατά τόπους Ανακατωμένος,  Βροχάρης, Παχνιστής, Σκιγιάτης (γιατί μεγαλώνει η νύχτα και σκιάζεται, λένε, η γη) ή για τον ίδιο λόγο, Χαμένος. Λέγεται επίσης και Μπρουμάρης (όνομα, κυρίως του Δεκέμβρη, από τη ρωμαϊκή γιορτή Brumalia , που έχει σχέση  με τις μικρότερες μέρες του έτους γύρω στη χειμερινή τροπή, τις οποίες οι ρωμαίοι ονόμαζαν brumae).

Η δύση του αστερισμού της Πλειάδας (Πούλιας) σημαδεύει τη αρχή του χειμώνα για το λαό μας  και τοποθετείται στη γιορτή του αγίου Φιλίππου στις 14   Νοεμβρίου (ενώ η ανατολή της που σημαδεύει την αρχή του καλοκαιριού  τοποθετείται στη γιορτή του Κωνσταντίνου και Ελένης στις 21 Μαΐου). Κατά άλλους η δύση της Πούλιας και αρχή του χειμώνα τοποθετείται  στη γιορτή του άσημου αγίου Πλάτωνα  στις 18 του μήνα όπου  μαντεύονται τον καιρό που θα κάνει όλο το χρόνο ή το Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων. 

Την εποχή αυτή έχουμε την αντιδικία των γεωργών και κτηνοτρόφων λόγω γειτνίασης. Οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι  χρειάζονται λιβάδια  και καλύβες, ενώ από την άλλη μεριά, οι γεωργοί, όσο πληθαίνουν, θέλουν περισσότερο καλλιεργήσιμο χώρο. Είναι φυσικό να υπάρχουν προστριβές. Ωστόσο  με την συνεννόηση και με την οργάνωση των χωραφιών σε ζώνες  καλλιέργειας, έτσι ώστε να υπάρχει χέρσο  μέρος για τους κτηνοτρόφους, λύνεται το πρόβλημα (από τους τσιφλικάδες, τις κοινότητες και το νοίκι που πληρώνουν οι κτηνοτρόφοι). Στα περισσότερα μέρη  η πανάρχαια αυτή αντιδικία λύνεται με καλή θέληση σε ατομικό επίπεδο  και μετατρέπεται σε αλληλοβοήθεια. Πάντως, ακόμα και εκεί που φαίνεται ότι γεωργοί και κτηνοτρόφοι ότι  ορθολογικά έχουν λύσει  τις διαφορές τους, διακρίνεται και υποβόσκει  ακόμα η ενδόμυχη έχθρα τους. Την απάντηση σε αυτό  μας την δίνει  ένα έθιμο των πιστικών (κτηνοτρόφων), στην Κω, που γίνεται την ημέρα  της επίσημης γιορτής της γιορτής των «Τριών Ανοματών», δηλαδή των τριών Ιεραρχών. Την  ημέρα αυτή  στέλνουν στην εκκλησιά μια «λειτουργιά» (πρόσφορο), για να μνημονεύσει ο παπάς ζωντανούς και πεθαμένους και σφάζουν το πρώτο «γεμελάκι». Ο πιστικός πρέπει να φάει τη γλώσσα. Την ώρα που τη μασάει τον ρωτάει η γυναίκα του:
Τι είν’ αυτό που μασάς;  Κι αυτός απαντάει,
Των ανυχάδων τις γλώσσες.

Ανυχάδες λένε οι πιστικοί τους γεωργούς, επειδή ξύνουν τη γη. «Κείνος ο ανυχάς έξυσε τον κόσμο», λένε, δηλαδή όργωσε όλο τον κόσμο, τόσο  άπληστος είναι, που δεν άφησε ακαλλιέργητο τόπο να χορταριάσει για να φάνε τα ζωντανά.

Όπως  φάνηκε εδώ, ο Νοέμβρης είναι ο πιο κρίσιμος μήνας, τόσο για το γεωργικό όσο και για τον κτηνοτροφικό τρόπο ζωής. Το περιεχόμενο του είναι για τους γεωργούς η σπορά και για τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους το κατέβασμα στα χειμαδιά.

Υπάρχουν, ωστόσο, και  ορεινοί πληθυσμοί που δεν μετακινούνται (λ.χ. Πιέρια). Για αυτούς  το κρύο και το χιόνι  και οι αγέλες των πεινασμένων λύκων, που τους απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο, τους αναγκάζει να λειτουργήσουν πρακτικά και να προφυλαχτούν. Αποθηκεύουν τροφή για αυτούς και τα ζώα τους και έχουν έτοιμο το τουφέκι τους να σκοτώσουν τον λύκο ή την αρκούδα. Αυτό  το πρακτικό μέρος, όμως, δεν τους είναι αρκετό γιατί ξέρουν καλά πως τίποτε δεν εξαρτιέται μόνο από αυτούς: «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Γιαυτό οι πράξεις τους συνοδεύονται πάντα από μια  άλλη σειρά πράξεων και λόγων, που αποβλέπουν στο να επηρεάσουν τις δυνάμεις που υπερβαίνουν τον άνθρωπο. Αυτές οι πράξεις και τα λόγια ανήκουν στο επίπεδο της δεισιδαιμονίας, είναι ένας κώδικας συμπεριφοράς που διέπει τις σχέσεις  τους ανθρώπους με το «θείο» το υπερφυσικό. Και σαν κώδικας έχει βέβαια, τη λογική του.

Ο ΜΗΝΑΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ



Ο ΟΚΤΩΒΡΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Ο Οκτώβρης είναι ο δέκατος μήνας του χρόνου. Το όνομά του σημαίνει όγδοος-octo στα λατινικά είναι το οχτώ. Ήταν όγδοος στα πρώτα χρόνια του ρωμαϊκού κράτους, όταν οι ρωμαίοι άρχιζαν το έτος τους από την 1η Μαρτίου.
Ο Οκτώβρης  είναι πρώτα από όλα ο μήνας της φθινοπωρινής σποράς. Στην Ήπειρο τον λένε ακόμα σπαρτό. Βέβαια η φθινοπωρινή σπορά είναι μια μακρόχρονη διαδικασία η οποία ξεκινά από το Σεπτέμβρη και σταματάει τα Χριστούγεννα.  Η προετοιμασία του σπόρου ήταν παλιότερα μια σημαντική  διαδικασία γιατί η καλοχρονιά  της αγροτικής οικογένειας  είχε εξάρτηση από την καλή σοδειά. Μιλάμε, βέβαια, για εκείνα τα χρόνια πριν τη δημιουργία του «κράτους πρόνοιας» και όταν τα αποθέματα τροφών δεν υπήρχαν, όπως και χρήματα δεν υπήρχαν για να αγοράσει κανείς αυτό που του έλειπε.

Για να εξασφαλίσουν την τύχη του σπόρου, οι Έλληνες αγρότες, εκτός από την δική τους προσωπική προσπάθεια, ζητούν και την θεία δύναμη και την τύχη. Oι αρχαίοι έλεγαν: «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Οι Νεοέλληνες λένε το αντίστοιχο, σε τύπο ερωτοαπόκρισης: «Βόηθα Αϊ Νικόλα μου,- Κούνα κι εσύ το χέρι σου». Ισχύει, όμως και το αντίστροφο. Μπορεί κάποιος να κουνάει το χέρι του, αλλά θέλει και τη  θεϊκή βοήθεια.
Πως θα εξασφαλίσει ο άνθρωπος αυτή τη βοήθεια; Δύο είναι οι τρόποι, όπως μας διδάσκει η λαογραφία. Ο πρώτος είναι η θεραπεία, του «θείου», δηλαδή η προσφορά δώρων σε αυτό, ο σεβασμός, η κατάνυξη και η προσευχή. Αυτήν την συμπεριφορά, τη λατρεία του «θείου», τη συστηματοποιεί η θρησκεία, η οποιαδήποτε θρησκεία. Ο άλλος τρόπος  είναι όχι για να  το παρακαλέσει, αλλά να το εξαναγκάσει, κατά κάποιο τρόπο να βοηθήσει. Αυτό το κάνει η μαγεία (μαύρη μαγεία για κακό, λευκή μαγεία για καλό).
Οι μαγικές πράξεις μας φαίνονται παράλογες. Αν ψάξουμε, όμως, θα βρούμε ότι έχουν τη δικιά τους λογική η οποία στηρίζεται σε ορισμένους νόμους.

Στα έθιμα του Οκτώβρη μπορούμε να  βρούμε απάντηση στα ερωτήματά μας. Για να σπείρει ο γεωργός πρέπει πρώτα να βρέξει ο Θεός. Τα πρωτοβρόχια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση  για τη σπορά. Με τη λιτανεία των εικόνων οι αγρότες θεραπεύουν το «θείο» και παρακαλούν το Θεό να βρέξει. Υπάρχουν όμως και άλλου είδους πράξεις, μαγικά έθιμα, που δεν έχουν σκοπό να θεραπεύσουν, αλλά να εξαναγκάσουν το «θείο», σε βοήθεια για βροχή. Ένα από τα έθιμα αυτά, το πιο διαδομένο, είναι  η λεγόμενη Περπερούνα. Η αλήθεια είναι ότι το έθιμο αυτό γίνεται προς το τέλος της άνοιξης. Γίνεται, όμως και το φθινόπωρο, αν υπάρχει ανάγκη. Η Περπερούνα, ή Περπερού, ή Πιρπιρού, ή Πιπιργιά (Πιέρια) είναι ένα έθιμο που το κάνουν τα κορίτσια. Διαλέγουν ένα κοριτσάκι οχτώ-δέκα χρονών, συνήθως φτωχό, ορφανό, και το στολίζουν με λουλούδια και πρασινάδα. Η πρασινάδα χρησιμεύει για «να πρασινίσει ο κάμπος σαν την Πιρπιρού», όπως λένε στο Δρυμό Θες/νίκης. Να λοιπόν ο πρώτος  και βασικότερος, όπως θα δούμε, νόμος της λογικής της μαγείας. Ο νόμος της ομοιότητας: Όπως είναι πράσινη η Περπερού, έτσι να πρασινίσει και ο κάμπος. Όλοι η παρέα των κοριτσιών, με την Πιρπιρούνα στη μέση, πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και τραγουδάκι το τραγουδάκι της Πιπιργιάς. Στα Ριζώματα  Ημαθίας λένε : «Πιπιργιά δροσολογιά παρακάλισι του Θιο, να μας βρέξει μια βρουχή, μια βρουχή μια σιγανή, να πουτίσει τα σπαρτά, του κιχρί κι του λινάρ».
Αφού τελειώσει το τραγούδι, βγαίνει από το κάθε σπίτι η νοικοκυρά  και με ένα κανάτι χύνει πάνω στο κεφάλι της πιπιργιάς νερό ενώ δίνει στο κοριτσάκι ένα νόμισμα ή ότι άλλο έχει «για καλό».
Εκτός, όμως από το έθιμο της Περπερούνας, όπου συμμετέχει όλο τα χωριό, καθένας ξεχωριστά κάνει τα δικά του μαγικά για να προκαλέσει βροχή. Αν λ.χ ο γεωργός σε περίοδο ανομβρίας βρει στο δρόμο του μια χελώνα, τη γυρίζει ανάσκελα και βάζει πάνω στη κοιλιά της ένα μεγάλο σβόλο χώμα. Ποιά είναι η λογική πίσω από τη πράξη αυτή; Να εξαναγκάσουν τη χελώνα να παρακαλέσει το Θεό να βρέξει, για να λιώσει ο σβόλος και να μπορέσει  έτσι να γυρίσει στη φυσιολογική της θέση, γιατί αλλιώς θα πεθάνει κάτω από το βάρος του σβόλου. Κάτι παρόμοιο γίνεται και με τα φίδια και τα πουλιά.

Στον Πόντο αναφέρεται ολόκληρη σειρά από τέτοια μαγικά έθιμα για την ανομβρία. Έθιμα που είναι συνδυασμός θεϊκού και μαγικού στοιχείου. Για παράδειγμα για να προκαλέσουν βροχή  στον Πόντο κάνουν το εξής μακάβριο: Ξεθάβουν ένα κρανίο από κάποιον τάφο και το βάζουν σε μια λεκάνη με νερό-για να διαλύσουν, λένε, το προπατορικό αμάρτημα. Υπονοείται, προφανώς, εδώ ότι, εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, ο Θεός έχει θυμώσει και δεν βρέχει.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ



Οι ρίζες του δημοτικού τραγουδιού όσο και αν αυτό φαίνεται ότι είναι δημιούργημα των νεώτερων χρόνων, προχωρούν βαθειά στο παρελθόν. Κατά την άποψη των Φ. Ανωγειανάκη  και Στ. Κυριακίδη οι αρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού ανιχνεύονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και συγκεκριμένα στις ορχηστικές και παντομιμικές παραστάσεις, (τραγικός παντόμιμος-παράδοση θεάτρου) όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα στις νέες κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες ύστερα από τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Οι αρχές του δημοτικού τραγουδιού είναι ένα πρόβλημα με πολλές αφώτιστες ακόμη πλευρές και η προσπάθεια να ορίσουμε την εποχή της πρώτης τους σύνθεσης είναι και μάταιη και χωρίς επιστημονική σημασία. Ωστόσο  με βάση τα αδιαμφισβήτητα πορίσματα πάνω στο πρόβλημα, οι χρονολογίες που σημαδεύουν την εξέλιξη του δημοτικού τραγουδιού είναι η δημιουργία του ακριτικού τραγουδιού στον 9ο και 10ο αιώνα στις ανατολικές άκρες της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η άνθηση του ερωτικού τραγουδιού στα νησιά του Αιγαίου και της Κρήτης τον 15ο και 16ο αιώνα και η γέννηση του κλέφτικου τραγουδιού στην ηπειρωτική Ελλάδα μέσα στον 18ο αιώνα.

Ο C. Fauriel μας λέει: «Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν μια δημοτική ποίηση με όλη τη σημασία της λέξης, ακριβή και αληθή έκφραση του χαρακτήρα και της πνευματικής ανάπτυξης του Έθνους, την οποία κάθε Έλληνας αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αγαπά. Ο κλάδος αυτός της ζωντανής ελληνικής ποίησης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί σε αυτόν μόνο βρίσκουμε τα περισσότερα στοιχεία των πεποιθήσεων και δεισιδαιμονιών, τα οποία οι αρχαίοι Έλληνες κληροδότησαν στους απογόνους τους. Τα σύγχρονα δημοτικά τραγούδια προήλθαν από την συνεχή μεταβολή των αρχαίων»   Η άποψη αυτή του Fauriel, αν και ορθή ως προς τις γενικές της αρχές, δεν μπορούσε στην εποχή του να στηριχθεί επαρκώς γιατί το αποδεικτικό υλικό που είχε στη διάθεσή του ήταν περιορισμένο.

Από τις έρευνες άλλων  σπουδαίων Ελλήνων  λαογράφων, όπως των Νικ. Πολίτη, Στιλ. Κυριακίδη, Γ. Μέγα, Γ. Σπυριδάκη, αποδείχθηκε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλά λαϊκά τραγούδια που συνήθιζαν να τραγουδούν στην εργασία, τις γιορτές και τις κάθε λογής λαϊκές εκδηλώσεις τους. (o Ιμαίος, το τραγούδι των μυλωνάδων, ο αίλινος, το τραγούδι του αργαλειού, ο ίουλος, το τραγούδι του θέρου,  ο λίνος το τραγούδι του τρυγητού, το επιλήνιον, το τραγούδι κατά το πάτημα των σταφυλιών στο ληνόν = πατητήρι, ο βουκολιασμός, το τραγούδι των βοσκών,  η ύπαρξη «αγυρτικών» τραγουδιών από την εποχή του Ομήρου ακόμα   με αποτρεπτικό ή ευχετικό χαρακτήρα σχετικά με το μαρασμό και την αναγέννηση της φύσης όπως το τραγούδι Ειρεσιώνης στη Σάμο το Χελιδόνισμα στη Ρόδο  που τα βλέπουμε στα εποχικά νεοελληνικά τραγούδια κα στα κάλαντα, τα σκόλια αυτοσχέδια συμποσιακά τραγούδια, οι Καταβαυκαλήσεις δηλ αρχαία νανουρίσματα, η αλήτης τραγούδι στο παιχνίδι της κούνιας, ο ολοφυρμός-μοιρολόι πάνω στο νεκρό, οι κώμοι - τραγούδια σατιρικά στις γιορτές του Διόνυσου και άλλα πολλά).

Από τα τραγούδια αυτά ελάχιστα διασώθηκαν. Επίσης ως αξιόλογα στοιχεία που αποδεικνύουν τη σχέση με την αρχαιότητα, ο Στ. Κυριακίδης θεωρεί τα εξής:
Οι  λέξεις "τραγούδι", "παραλογή" και "καταλόγι". Η λέξη "τραγούδι" προέρχεται από τη λέξη "τραγωδία" η οποία ήδη από τον 10ο αιώνα μ.Χ. είχε λάβει τη σημασία του άσματος (τραγουδιού) ενώ η λέξη "παραλογή" ετυμολογείται πιθανότατα από την "παρακαταλογή" που δήλωνε είδος μελοδραματικής απαγγελίας. Η λέξη "καταλόγι" που σήμερα κατά περιοχές έχει διάφορες σημασίες όπως λ.χ. μοιρολόι, δίστιχο, "παροιμία", προέρχεται από την αρχαία λέξη "καταλογή" (ρήμα = καταλέγω) που σήμαινε αφήγηση, τραγούδι, μελωδική απαγγελία.
Οι  υποθέσεις μερικών τραγουδιών των οποίων ο πυρήνας θυμίζει αρχαίους μύθους συνηθισμένους στο θέατρο. Έτσι λ.χ. το θέμα του τραγουδιού "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου" που είναι διαδεδομένο στην ποίηση των ευρωπαϊκών λαών, έχει σχέση με το επεισόδιο της αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη.
Η χρησιμοποίηση του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού στίχου που πιθανότατα είναι εξέλιξη του αρχαίου ιαμβικού καταληκτικού τετράμετρου.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΕΣ



Μαζί  με το τραγούδι και τα παλαμάκια, ο ελληνικός λαός χρησιμοποιεί από παλιά κάθε δυνατό συνδυασμό οργάνων για να συνοδέψει το τραγούδι και το χορό του. Έτσι, μερικοί συνδυασμοί οργάνων καθιερώθηκαν με τον καιρό ως οργανικά συγκροτήματα της μουσικής ζωής σε ορισμένες περιοχές, όπως π.χ. η αχλαδόσχημη  λύρα και το μεγάλο ντέφι (νταχαρές) στην Μακεδονία και τα τελευταία χρόνια η αχλαδόσχημη  λύρα και το λαγούτο στην Κρήτη.

Από τα λαϊκά αυτά συγκροτήματα, τα πιο γνωστά, πανελλήνια, είναι η νησιώτικη ζυγιά βιολί και λαγούτο ή τσαμπούνα και νταουλάκι, η ζυγιά ζουρνάς και νταούλι ή γκάιντα και νταουλάκι της ηπειρωτικής Ελλάδας και η κομπανία, που αποτελείται από  κλαρίνο, βιολί, λαγούτο και σαντούρι  ( ή ντέφι). Η ζυγιά ζουρνάς και νταούλι, με τον δυνατό και διαπεραστικό ήχο της, ήταν και εξακολουθεί να είναι - όσο υπάρχει ακόμα - το οργανικό συγκρότημα για τον ανοιχτό χώρο, για το πανηγύρι ή το γλέντι στην πλατεία του χωριού.

Αντίθετα η κομπανία, με κύριο μελωδικό όργανο το κλαρίνο, αντιπροσωπεύει το κατεξοχήν οργανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας, κατάλληλο ιδιαίτερα για τον κλειστό χώρο, χάρη στον μαλακό και εύκαμπτο σε αποχρώσεις ήχο των οργάνων της. Η κομπανία  συναντιέται άλλοτε με τραγουδιστή ή χωρίς τραγουδιστή κι άλλοτε με περισσότερα ή λιγότερα όργανα, χωρίς αυτό να αλλοιώνει την κλασική της σύνθεση: κλαρίνο-βιολί-λαούτο-σαντούρι. Η κομπανία αντικαθιστά σιγά-σιγά τη ζυγιά ζουρνάς και νταούλι. Το ίδιο γίνεται και με το βιολί που αργά, αλλά σταθερά, αντικαθιστά την αχλαδόσχημη λύρα.

Όταν το μονοφωνικό δημοτικό τραγούδι  τραγουδιέται από τραγουδιστές, που κρατούν  ακόμα μέσα τους την παράδοση, και παίζεται από λαϊκούς οργανοπαίχτες, που δεν έχουν δεχτεί την καταστροφική επίδραση της δυτικής μουσικής με τις συγκερασμένες κλίμακες και την πολυφωνική  τεχνικής της, τότε χαιρόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στους μεγάλους, τους μικρούς και τους ελάχιστους τόνους της φυσικής κλίμακας. Χαρακτηριστικοί είναι οι ποικίλοι τρόποι  με τους οποίους  οι λαϊκοί οργανοπαίχτες κατορθώνουν  να δίνουν τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας και τα μικροδιαστήματα. Κι αυτό γίνεται όχι μόνο με τα λαϊκά όργανα που είναι  φτιαγμένα από τους ίδιους ή σε εργαστήρια από λαϊκούς  μαστόρους, αλλά και  με όργανα όπως το κλαρίνο, που είναι φτιαγμένο για να δίνει τα διαστήματα της συγκερασμένης κλίμακας.

Στα χορδόφωνα χωρίς μπερντέδες, όπως η αχλαδόσχημη λύρα, ο κεμεντζές, το βιολί κ.α. ο λαϊκός μουσικός, που κρατάει ακόμα παράδοση, δίνει τα διαστήματα που θέλει, ανοίγοντας ή κλείνοντας περισσότερο ή λιγότερο, τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού και κυρίως με το σύρσιμο  εκείνο των δαχτύλων που πιάνει με γρήγορα  εκφραστικά «γκλισάντα» τα μικρότερα του ημιτονίου διαστήματα. «Δεν πατάει τις χορδές, αυτός  γλύφει τις νότες», λένε για τον καλό βιολάτορα, ή «ανασταίνει τσι καρδιές με τα δακτύλια (ν) του» για τον λυράρη. Το ίδιο γίνεται και με τα αερόφωνα: Φλογέρα, γκάιντα, ζουρνά, κλαρίνο  κλπ.  κλείνοντας ή μισοκλείνοντας τις τρύπες του οργάνου με τα δάχτυλα και με το κατάλληλο φύσημα. Όπως λέμε, κοινά, «αυτός παίζει παραδοσιακά και όχι σχολικά ή σαν σε φιλαρμονική».

Στους λαϊκούς αυτούς μουσικούς και ιδιαίτερα  σε αυτούς που παίζουν σε ανοιχτό χώρο (ζουρνά-νταούλι) οφείλεται το μουσικό φρόνημα του Έλληνα της υπαίθρου. Οι ασπούδαστοι αυτοί λαϊκοί οργανοπαίχτες σήκωσαν και σηκώνουν  στους ώμους τους-όσοι ακόμα απομένουν- την παράδοση της ελληνικής μουσικής. Γιατί οι ίδιοι τους είναι συνήθως και οι κατασκευαστές των οργάνων που παίζουν. Στο ίδιο πρόσωπο ταυτίζονται η πείρα του εκτελεστή και του κατασκευαστή. Η μία συμπληρώνει την άλλη.

Το όργανο του καλού οργανοπαίχτη βρίσκεται σε μια συνεχή, θα λέγαμε κατασκευή. Αυτός προσθέτει, αφαιρεί, αλλάζει ένα εξάρτημα, όχι μόνο γιατί έχει φθαρεί από το πολύ παίξιμο ή έτυχε να σπάσει την ώρα της δουλειάς, αλλά γιατί ο ίδιος «τρώγεται», όπως λέμε, με το όργανό του. Πασχίζει διαρκώς να καλυτερέψει τον ήχο. Να μην  είναι το όργανο τόσο δύσκολο στο παίξιμο, να ακούγεται από μακριά. Να «μονολογάνε καλά οι φωνές», να είναι δηλαδή σωστά τα διαστήματα που δίνει κλπ. Στο συνεχές αυτό δούλεμα οφείλουν τη τελειότητά τους τα όργανα που έφτιαχναν οι παλιοί καλοί οργανοπαίχτες και μαζί κατασκευαστές οργάνων. Κάθε όργανο, ενώ ακολουθεί την κατασκευή, όπως ορίζει η παράδοση, ταυτόχρονα έχει και την προσωπική σφραγίδα του οργανοπαίχτη/κατασκευαστή. Οι νησιώτικες λύρες π.χ. διαφέρουν τόσο πολύ η μία από την άλλη, ώστε δεν θα ήταν  υπερβολή αν λέγαμε, ότι δεν υπάρχουν δύο λύρες όμοιες στο ύψος και το πλάτος, στο βάθος, στο μήκος των χορδών, στις διαστάσεις της κεφαλής  και στις αποστάσεις στην  τοποθέτηση των κλειδιών κλπ.

Παράλληλα με τους οργανοπαίχτες/κατασκευαστές υπάρχουν και τα εργαστήρια λαϊκών οργάνων από το τέλος του 19ου αιώνα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η δημιουργία τους οφείλεται στην ανάγκη να ανταποκριθούν σε μια όλο και μεγαλύτερη ζήτηση οργάνων. Οι μάστορες των εργαστηρίων αυτών εφοδίαζαν   με θαυμάσια όργανα τους λαϊκούς μουσικούς και παράλληλα έφτιαχναν και όργανα της έντεχνης μουσικής, όπως το μαντολίνο, την κιθάρα και άλλα όργανα της μαντολινάτας, τη μαντόλα και το μαντολοτσέλο. Μερικά από αυτά τα όργανα χρησιμοποιήθηκαν άλλωστε και στον χώρο της παραδοσιακής μουσικής μέχρι έως και τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.



Γιάννης Τσιαμήτρος
(εκπ/κός-χοροδιδάσκαλος)